ALPHAGAN EY.DRO.SOL 0,2% (2 MG/ML)
Πληροφορίες συνταγογράφησης
Λίστα ασφαλίσεων
Πληροφορίες έκδοσης
Περιορισμός συνταγογράφησης
Αλληλεπιδράσεις με
Περιορισμοί χρήσης
Άλλες πληροφορίες
Όνομα φαρμάκου
Σύνθεση
Φαρμακευτική μορφή
Κάτοχος άδειας κυκλοφορίας (MAH)
Τελευταία ενημέρωση SmPC

Χρησιμοποιήστε την εφαρμογή Mediately
Λήψη στοιχείων φαρμάκων πιο γρήγορα.
Πάνω 36k αξιολογήσεις
SmPC - ALPHAGAN 0,2%
Μείωση της αυξημένης ενδοφθάλμιας πίεσης (ΕΟΠ) σε ασθενείς με γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας ή οφθαλμική υπερτονία.
-
Ως μονοθεραπεία σε ασθενείς στους οποίους η τοπική αγωγή με βήτα-αναστολείς αντενδείκνυται.
-
Ως συμπληρωματική αγωγή με άλλα φάρμακα τα οποία μειώνουν την αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση, όταν η επιδιωκόμενη ΕΟΠ δεν επιτυγχάνεται με ένα μόνο φάρμακο (βλ. παράγραφο 5.1).
Συνιστώμενη δόση σε ενήλικες (συμπεριλαμβανομένων των ηλικιωμένων)
Η συνιστώμενη δοσολογία είναι μία σταγόνα Alphagan στον πάσχοντα οφθαλμό (-ούς) δύο φορές την ημέρα, με μεσοδιάστημα περίπου 12 ωρών. Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης για τη χορήγηση σε ηλικιωμένους ασθενείς.
Όπως με κάθε διάλυμα οφθαλμικών σταγόνων, για να μειωθεί η πιθανή συστηματική απορρόφηση, συνιστάται να πιέζεται ο δακρυϊκός σάκος στο μέσο κανθό (πλήρης απόφραξη) για ένα λεπτό. Αυτό πρέπει να γίνεται αμέσως μετά από κάθε ενστάλαξη.
Αν πρόκειται να χορηγηθούν περισσότερα από ένα τοπικά οφθαλμικά σκευάσματα, τα διαφορετικά αυτά σκευάσματα πρέπει να ενσταλάσσονται με μεσοδιάστημα 5-15 λεπτών.
Χρήση σε νεφρική και ηπατική δυσλειτουργία
Το Alphagan δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς με ηπατική ή νεφρική δυσλειτουργία (βλ. παράγραφο
4.4).
Χρήση σε παιδιατρικούς ασθενείς
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί κλινικές μελέτες σε εφήβους (ηλικίας 12 έως 17 ετών).
Το Alphagan δεν συνιστάται για χρήση σε παιδιά κάτω των 12 ετών και αντενδείκνυται σε νεογνά και βρέφη (ηλικίας μικρότερης των 2 ετών) (βλ. παραγράφους 4.3, 4.4 και 4.9). Είναι γνωστό ότι στα νεογνά μπορεί να συμβούν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες. Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα
του Alphagan σε παιδιά δεν έχει τεκμηριωθεί.
-
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
-
Νεογνά και βρέφη (βλ. παράγραφο 4.8).
-
Ασθενείς που λαμβάνουν αγωγή με αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης (ΜΑΟ) και ασθενείς υπό αγωγή με αντικαταθλιπτικά, τα οποία επηρεάζουν τη νοραδρενεργική διαβίβαση (π.χ. τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και μιανσερίνη).
Σε παιδιά ηλικίας 2 ετών και μεγαλύτερα, ιδιαίτερα σε εκείνα ηλικίας μεταξύ 2 και 7 ετών και/ή βάρους ≤20 Kg, πρέπει να χορηγείται με προσοχή και με συνεχή παρακολούθηση λόγω της υψηλής συχνότητας εμφάνισης και σοβαρότητας υπνηλίας (βλ. παράγραφο 4.8).
Απαιτείται προσοχή κατά τη χορήγηση σε ασθενείς με βαριά ή μη σταθεροποιημένη και μη ελεγχόμενη καρδιαγγειακή νόσο.
Σε κλινικές μελέτες μερικοί ασθενείς (12.7%) παρουσίασαν ένα τύπο οφθαλμικής αλλεργικής αντίδρασης με το Alphagan (βλ. παράγραφο 4.8 για λεπτομέρειες). Εάν παρατηρηθούν αλλεργικές αντιδράσεις η θεραπεία με το Alphagan θα πρέπει να διακοπεί.
Με το Alphagan 0.2% έχουν αναφερθεί όψιμες οφθαλμικές αντιδράσεις υπερευαισθησίας, με κάποιες από αυτές να συνδέονται με μια αύξηση στην ΕΟΠ. Το Alphagan πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με κατάθλιψη, εγκεφαλική ή στεφανιαία ανεπάρκεια, φαινόμενο Raynaud, ορθοστατική υπόταση ή αποφρακτική θρομβαγγειίτιδα.
Το Alphagan δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς με ηπατική ή νεφρική δυσλειτουργία. απαιτείται προσοχή κατά τη θεραπεία αυτών των ασθενών.
Το συντηρητικό του Alphagan, βενζαλκώνιο χλωριούχο, μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό του οφθαλμού. Αποφύγετε την επαφή με μαλακούς φακούς επαφής. Αφαιρέστε τους φακούς επαφής πριν την ενστάλαξη και περιμένετε τουλάχιστον 15 λεπτά πριν την επανατοποθέτηση. Είναι γνωστό ότι αποχρωματίζει τους μαλακούς φακούς επαφής.
Το Alphagan αντενδείκνυται σε ασθενείς που λαμβάνουν αγωγή με αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης (ΜΑΟ) και σε ασθενείς υπό αγωγή με αντικαταθλιπτικά, τα οποία επηρεάζουν τη νοραδρενεργική διαβίβαση (π.χ. τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και μιανσερίνη).
Παρότι δεν έχουν πραγματοποιηθεί ειδικές μελέτες αλληλεπίδρασης του Alphagan με άλλα φάρμακα, η πιθανότητα μιας προσθετικής ή αυξητικής επίδρασης με τα κατασταλτικά του ΚΝΣ (αλκοόλ, βαρβιτουρικά, οπιούχα, ηρεμιστικά ή αναισθητικά) πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τα επίπεδα των κυκλοφορούντων κατεχολαμινών μετά από χορήγηση του Alphagan. Ωστόσο, συνιστάται προσοχή σε ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα που επηρεάζουν το μεταβολισμό και την πρόσληψη των κυκλοφορούντων αμινών π.χ. chlorpromazine, methylphenidate, reserpine.
Μετά τη χορήγηση του Alphagan, παρατηρήθηκε σε μερικούς ασθενείς κλινικά μη σημαντική μείωση της αρτηριακής πίεσης. Συνιστάται προσοχή όταν χρησιμοποιούνται φάρμακα όπως τα αντιυπερτασικά και/ή οι καρδιακές γλυκοσίδες ταυτόχρονα με το Alphagan.
Συνιστάται προσοχή κατά την έναρξη της ταυτόχρονης συστηματικής χορήγησης (ή την αλλαγή της δόσης) ενός φαρμάκου (ανεξαρτήτως φαρμακοτεχνικής μορφής), που μπορεί να αλληλεπιδράσει με α-
αδρενεργικούς ανταγωνιστές ή να παρεμβληθεί στη δραστηριότητά τους, π.χ. αγωνιστές ή ανταγωνιστές των αδρενεργικών υποδοχέων π.χ. (isoprenaline, prazosin).
Η ασφάλεια της χρήσης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης δεν έχει τεκμηριωθεί. Σε μελέτες σε ζώα η τρυγική βριμονιδίνη δεν προκάλεσε τερατογένεση. Σε κουνέλια, η τρυγική βριμονιδίνη, σε επίπεδα πλάσματος υψηλότερα από αυτά που επιτεύχθηκαν κατά τη διάρκεια της θεραπείας σε ανθρώπους, έδειξε ότι προκαλεί αυξημένες αποβολές των προεμφυτευμάτων και μείωση της μετεμβρυικής ανάπτυξης. Το Alphagan πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μόνο αν η πιθανότητα οφέλους για τη μητέρα υπερβαίνει την πιθανότητα κινδύνου για το έμβρυο.
Δεν είναι γνωστό αν η βριμονιδίνη εκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα. Το συστατικό αυτό εκκρίνεται στο γάλα θηλάζοντος αρουραίου. Το Alphagan δεν πρέπει να χρησιμοποιείται από τις γυναίκες κατά την περίοδο της γαλουχίας.
ν
Το Alphagan μπορεί να προκαλέσει κόπωση και/ή υπνηλία που μπορεί να ελαττώσουν την ικανότητα οδήγησης ή χειρισμού μηχανών. Το Alphagan μπορεί να προκαλέσει θάμβος και/ή ανωμαλίες όρασης, που μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα οδήγησης ή του χειρισμού μηχανών, ειδικά τη νύχτα ή με μειωμένο φωτισμό. Ο ασθενής πρέπει να περιμένει μέχρι να αποκατασταθεί η όρασή του πριν οδηγήσει ή χειριστεί μηχανές.
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ξηροστομία, οφθαλμική υπεραιμία και αίσθημα καύσου/νηγμού, σε ποσοστό 22 έως 25% των ασθενών. Αυτές είναι συνήθως παροδικές και όχι συχνά τέτοιας σοβαρότητας που να απαιτείται διακοπή της θεραπείας.
Συμπτώματα οφθαλμικών αλλεργικών αντιδράσεων παρατηρήθηκαν στο 12.7% των ασθενών (προκαλώντας διακοπή στο 11.5% αυτών των ασθενών) σε κλινικές δοκιμασίες μεταξύ 3 και 9 μηνών από την έναρξη στην πλειοψηφία αυτών των ασθενών.
Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά φθίνουσα σειρά σοβαρότητας. Οι ακόλουθες ορολογίες έχουν χρησιμοποιηθεί για να ταξινομηθούν οι ανεπιθύμητες ενέργειες ανάλογα με τη συχνότητα εμφάνισής τους: Πολύ συχνές (≥1/10), Συχνές (≥1/100, <1/10), Όχι συχνές (≥1/1000, <1/100), Σπάνιες (≥1/10000, <1/1000), Πολύ σπάνιες (<1/10000), μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Καρδιακές διαταραχές
Όχι συχνές: αίσθημα παλμών/αρρυθμίες (συμπεριλαμβανομένων βραδυκαρδίας και ταχυκαρδίας)
Διαταραχές του νευρικού συστήματος Πολύ συχνές: κεφαλαλγία, υπνηλία Συχνές: ζάλη, διαταραχή γεύσης Πολύ σπάνιες: συγκοπτική κρίση
Οφθαλμικές διαταραχές
Πολύ συχνές:
-
Ερεθισμός του οφθαλμού (υπεραιμία, αίσθημα καύσου και νηγμού, κνησμός, αίσθηση ξένου σώματος, θυλάκια του επιπεφυκότα)
-
Όραση θαμπή
-
Βλεφαρίτιδα αλλεργική, βλεφαροεπιπεφυκίτιδα αλλεργική, επιπεφυκίτιδα αλλεργική, οφθαλμική αλλεργική αντίδραση, και επιπεφυκίτιδα θηλακιώδης
Συχνές:
-
Τοπικός ερεθισμός (υπεραιμία και οίδημα του βλεφάρου, βλεφαρίτιδα, οίδημα και απέκκριμα του επιπεφυκότα, πόνος του οφθαλμού και δακρύρροια)
-
Φωτοφοβία
-
Διάβρωση και χρώση κερατοειδούς
-
Ξηροφθαλμία
-
Λεύκανση επιπεφυκότος
-
Όραση ανώμαλη
-
Επιπεφυκίτιδα Πολύ σπάνιες:
-
Ιρίτιδα, μύση
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωράκιου
Συχνές: συμπτώματα από το ανώτερο αναπνευστικό Όχι συχνές: ξηρότητα ρινικού βλεννογόνου Σπάνιες: δύσπνοια
Διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος
Πολύ συχνές: ξηροστομία
Συχνές: γαστρεντερικά συμπτώματα
Αγγειακές διαταραχές
Πολύ σπάνιες: υπέρταση, υπόταση
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
Πολύ συχνές: κόπωση Συχνές: εξασθένιση
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
Όχι συχνές: συστηματικές αλλεργικές αντιδράσεις
Ψυχιατρικές διαταραχές Όχι συχνές: κατάθλιψη Πολύ σπάνιες: αϋπνία
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν προσδιοριστεί κατά τη διάρκεια της χρήσης του Alphagan μετά την κυκλοφορία, στην κλινική πρακτική. Επειδή αυτές αναφέρονται εθελοντικά, από πληθυσμό αγνώστου μεγέθους, δεν μπορεί να γίνει εκτίμηση της συχνότητας.
Μη γνωστές:
Οφθαλμικές διαταραχές
-
Ιριδοκυκλίτιδα (ραγοειδίτιδα προσθίου θαλάμου)
-
Κνησμός βλεφάρου
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
-
Δερματική αντίδραση που περιλαμβάνει ερύθημα, οίδημα προσώπου, κνησμό, εξάνθημα και αγγειοδιαστολή
Σε περιπτώσεις που χορηγήθηκε βριμονιδίνη σαν μέρος της θεραπείας συγγενούς γλαυκώματος, συμπτώματα υπερδοσολογίας από βριμονιδίνη όπως, απώλεια συνείδησης, λήθαργος, υπνηλία, υπόταση, υποτονία, βραδυκαρδία, υποθερμία, κυάνωση, ωχρότητα, αναπνευστική καταστολή και άπνοια, αναφέρθηκαν σε νεογνά και βρέφη (βλ. παράγραφο 4.3).
Σε μια 3-μηνη μελέτη φάσης 3 σε παιδιά ηλικίας 2-7 ετών με γλαύκωμα, ανεπαρκώς ρυθμισμένα με βήτα-αναστολείς, αναφέρθηκε υψηλή συχνότητα εμφάνισης υπνηλίας (55%), όταν χορηγήθηκε το Alphagan σαν συμπληρωματική θεραπεία. Σε ποσοστό 8% των παιδιών αυτή ήταν σοβαρή και
οδήγησε σε διακοπή της θεραπείας σε ποσοστό 13%. Η συχνότητας εμφάνισης υπνηλίας μειώθηκε με την αύξηση της ηλικίας, και ελαχιστοποιήθηκε στην ομάδα των παιδιών ηλικίας 7 ετών (25%), επηρεάστηκε όμως περισσότερο με το βάρος, καθώς παρουσιάστηκε πιο συχνά σε παιδιά βάρους <20 Kg (63%) συγκρινόμενο με αυτά βάρους >20 Kg (25%) (βλ. παράγραφο 4.4).
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων, Μεσογείων 284, 15562 Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585. Ιστότοπος: http://www.eof.gr.
Οφθαλμική υπερδοσολογία (ενήλικες):
Σε όσες περιπτώσεις ελήφθησαν, τα συμβάματα είναι γενικά τα ίδια με τα ήδη αναφερόμενα στις ανεπιθύμητες ενέργειες.
Συστηματική υπερδοσολογία μετά από τυχαία κατάποση (ενήλικες):
Υπάρχουν πολύ περιορισμένες πληροφορίες από τυχαία κατάποση της βριμονιδίνης σε ενήλικες. Η μόνη ανεπιθύμητη ενέργεια που αναφέρθηκε μέχρι σήμερα ήταν υπόταση. Αναφέρθηκε ότι το υποτασικό επεισόδιο ακολουθήθηκε από απότομη αντανακλαστική αύξηση της αρτηριακής πιέσης.
Η θεραπεία της από του στόματος υπερδοσολογίας περιλαμβάνει υποστηρικτική και συμπτωματική θεραπεία: οι αεραγωγοί του ασθενή πρέπει να διατηρηθούν ανοικτοί.
Έχει αναφερθεί ότι υπερδοσολογία μετά από κατάποση άλλων α-2-αγωνιστών προκαλεί συμπτώματα όπως υπόταση, αδυναμία, έμμετο, λήθαργο, καταστολή, βραδυκαρδία, αρρυθμίες, μύση, άπνοια, υποτονία, υποθερμία, αναπνευστική καταστολή και επιληπτική κρίση.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Αναφορές σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών από ακούσια κατάποση Alphagan από παιδιατρικούς ασθενείς έχουν δημοσιευθεί ή αναφερθεί στην Allergan. Οι ασθενείς παρουσίασαν συμπτώματα κατάθλιψης ΚΝΣ, τυπικό προσωρινό κώμα ή χαμηλό επίπεδο συνείδησης, λήθαργος, υπνηλία, υποτονία, βραδυκαρδία, υποθερμία, ωχρότητα, αναπνευστική καταστολή και άπνοια, και χρειάστηκε εισαγωγή σε θάλαμο εντατικής φροντίδας και διασωλήνωση, όπου απαιτήθηκε. Αναφέρθηκε ότι όλοι οι ασθενείς είχαν πλήρη ανάνηψη μέσα σε 6-24 ώρες.
Φαρμακολογικές ιδιότητες - ALPHAGAN 0,2%
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Συμπαθητικομιμητικά για τη θεραπεία του γλαυκώματος, κωδικός
ATC: S01E A 05
Η βριμονιδίνη είναι ένας αγωνιστής των α-2-αδρενεργικών υποδοχέων ο οποίος είναι 1000 φορές πιο εκλεκτικός για τους α-2 από ότι για τους α-1-αδρενεργικούς υποδοχείς.
Αυτή η εκλεκτικότητα έχει σαν αποτέλεσμα τη μη πρόκληση μυδρίασης και αγγειοσύσπασης των μικρών αγγείων που σχετίζεται με τα ανθρώπινα αμφιβληστροειδικά ξενομοσχεύματα.
Τοπική χορήγηση βριμονιδίνης ελαττώνει την ενδοφθάλμια πίεση (ΕΟΠ) στον άνθρωπο με ελάχιστη επίδραση στις καρδιαγγειακές ή στις πνευμονικές παραμέτρους.
Περιορισμένα στοιχεία υπάρχουν για ασθενείς με βρογχικό άσθμα τα οποία δεν παρουσιάζουν ανεπιθύμητες ενέργειες.
Το Alphagan έχει ταχεία έναρξη δράσης, με μέγιστο αποτέλεσμα στην πτώση της οφθαλμικής υπερτονίας, δύο ώρες μετά τη χορήγηση. Σε δύο μελέτες διάρκειας ενός έτους, το Alphagan μείωσε την ΕΟΠ για περίπου 4-6 mmHg.
Φθοριοφωτομετρικές μελέτες σε ζώα και ανθρώπους υποδεικνύουν ότι η τρυγική βριμονιδίνη έχει διπλό μηχανισμό δράσης. Πιστεύεται ότι το Alphagan μπορεί να ελαττώνει την ΕΟΠ μειώνοντας την παραγωγή του υδατοειδούς υγρού και επιτείνοντας τη ραγοειδοσκληρική εκροή.
Κλινικές μελέτες αποδεικνύουν ότι το Alphagan είναι αποτελεσματικό σε συνδυασμό με τοπικούς βήτα-αναστολείς. Μικρότερης διάρκειας μελέτες υποδηλώνουν επίσης ότι το Alphagan έχει κλινικά σημαντικό πρόσθετο αποτέλεσμα σε συνδυασμό με τραβοπρόστη (6 εβδομάδων) και λατανοπρόστη (3 μηνών).
α. Γενικά χαρακτηριστικά
Μετά από οφθαλμική χορήγηση διαλύματος 0.2% δύο φορές την ημέρα για 10 ημέρες, οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα ήταν χαμηλές (η μέση Cmax ήταν 0,06% ng/ml). Υπήρξε ελάχιστη συγκέντρωση στο αίμα μετά από πολλαπλές (2 φορές ημερησίως για 10 ημέρες) ενσταλάξεις. Η περιοχή κάτω από την καμπύλη συγκέντρωσης στο πλάσμα-χρόνου πάνω από 12 ώρες σε σταθεροποιημένη κατάσταση (AUC0-12h) ήταν 0.31 ng.hr/ml, σε σύγκριση με 0.23 ng.hr/ml μετά την πρώτη δόση. Ο μέσος όρος ημίσειας ζωής στη συστηματική κυκλοφορία, μετά από τοπική χορήγηση στον άνθρωπο ήταν περίπου 3 ώρες.
Η δέσμευση από τις πρωτεΐνες του πλάσματος της βριμονιδίνης μετά από τοπική χορήγηση στον άνθρωπο είναι περίπου 29%.
Η βριμονιδίνη δεσμεύεται αντιστρεπτά σε μελανίνη στους οφθαλμικούς ιστούς, in vitro και in vivo. Μετά από οφθαλμική ενστάλαξη 2 εβδομάδων, οι συγκεντρώσεις της βριμονιδίνης στην ίριδα, στο ακτινωτό σώμα και στον χορειοειδή-αμφιβληστροειδή ήταν από 3 έως 17 φορές υψηλότερες από αυτές που επετεύχθησαν μετά από εφ' άπαξ χορήγηση. Συσσώρευση δεν εμφανίζεται όπου δεν υπάρχει μελανίνη.
Η σημασία της δέσμευσης της μελανίνης στους ανθρώπους δεν είναι σαφής. Εντούτοις, καμία σημαντική ανεπιθύμητη ενέργεια δε βρέθηκε μετά από βιομικροσκοπική των ματιών του ασθενούς που χρησιμοποίησε Alphagan για διάστημα πάνω από ένα χρόνο, ούτε παρουσιάσθηκε σημαντική οφθαλμική τοξικότητα σε μελέτη οφθαλμικής ασφάλειας διάρκειας ενός έτους σε πιθήκους που έπαιρναν περίπου 4 φορές την ημέρα τη συνιστώμενη δόση της τρυγικής βριμονιδίνης.
Χορηγούμενη από του στόματος σε ανθρώπους, η βριμονιδίνη απορροφάται καλά και αποβάλλεται ταχέως. Το μεγαλύτερο μέρος της δόσης (περίπου το 75% της δόσης) αποβάλλεται υπό μορφή μεταβολιτών από τα ούρα μέσα σε 5 ημέρες; δε βρέθηκε αυτούσιο το προϊόν στα ούρα. Σε in vitro μελέτες, όπου χρησιμοποιήθηκε ήπαρ ζώου ή ανθρώπου, αποδείχθηκε ότι ο μεταβολισμός κατά μεγάλο μέρος επιτυγχάνεται με τη μεσολάβηση της οξειδάσης της αλδεύδης και του κυτοχρώματος P450. Ο συστηματικός μεταβολισμός γίνεται κυρίως στο ήπαρ.
Κινητική:
Δεν παρατηρήθηκε μεγάλη απόκλιση στο πλάσμα της Cmax και AUC αναλογικά με τη δόση μετά από τοπική εφ' άπαξ δόση 0.08%, 0.2% και 0.5%.
β. Χαρακτηριστικά σε ασθενείς Χαρακτηριστικά σε ηλικιωμένους ασθενείς:
Η Cmax, AUC και χρόνος ημίσειας ζωής της βριμονιδίνης είναι παρόμοια στους ηλικιωμένους (άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω) μετά από εφ' άπαξ χορήγηση και στους νέους ενήλικες,
υποδεικνύοντας ότι η συστηματική απορρόφηση και απέκκρισή της δεν επηρεάζονται από την ηλικία.
Βασιζόμενοι σε στοιχεία κλινικής μελέτης 3 μηνών, στην οποία περιελήφθησαν ηλικιωμένοι ασθενείς, η συστηματική έκθεση στην βριμονιδίνη ήταν πολύ χαμηλή.