DOBUTAN SOL.INF 250MG/250ML
Πληροφορίες συνταγογράφησης
Λίστα ασφαλίσεων
Πληροφορίες έκδοσης
Περιορισμός συνταγογράφησης
Αλληλεπιδράσεις με
Περιορισμοί χρήσης
Άλλες πληροφορίες
Όνομα φαρμάκου
Σύνθεση
Φαρμακευτική μορφή
Κάτοχος άδειας κυκλοφορίας (MAH)

Χρησιμοποιήστε την εφαρμογή Mediately
Λήψη στοιχείων φαρμάκων πιο γρήγορα.
Πάνω 36k αξιολογήσεις
SmPC - DOBUTAN 250MG/250ML
Η Dobutamine σε διάλυμα δεξτρόζης 5% για παρεντερική χρήση ενδείκνυται για βραχυπρόθεσμη ινότροπη υποστήριξη ενηλίκων με καρδιακή κάμψη είτε από καρδιακή οργανική νόσο έιτε από καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις.
Σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή συνοδευόμενη από ταχεία κοιλιακή απόκριση, συνιστάται η χορήγης δακτυλίτιδας πριν από την χορήγηση Dobutamine.
Μην προσθέτετε διττανθρακικό νάτριο ή άλλες αλκαλοποιητικές ουσίες διότι η Dobutamine εξουδετερώνεται σε αλκαλικό διάλυμα. Η Dobutamine σε διάλυμα δεξτρόζης 5% χορηγείται αποκλειστικά ενδοφλεβίως μέσω κατάλληλου καθετήρα ή βελόνης για έγχυση. Το λιγότερο πυκνό διάλυμα 0.5mg/ml μπορεί να προτιμάται όταν η αύξηση του όγκου των υγρών δεν αποτελεί πρόβλημα. Τα πυκνότερα διαλύματα 1mg/ml ή 2mg/ml μπορεί να είναι προτιμότερα σε ασθενείς με κατακράτηση υγρών ή όταν επιδιώκεται έγχυση με βραδύτερο ρυθμό.
Συνιστώμενη δοσολογία: ο ρυθμός έγχυσης που χρειάζεται για την αύξηση της καρδιακής παροχής κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 25 και 15μg/kg/min. Σε σπάνιες περιπτώσεις έχουν χρειασθεί ρυθμοί έγχυσης μέχρι και 40μg/kg/min για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ρυθμός χορήγησης: όταν χορηγείται Dobutamine (ή οποιοδήποτε άλλο ισχυρό φάρμακο) με συνεχή έγχυση, είναι σκόπιμο να χρησιμοποιείται συσκευή ενδοφλέβιας χορήγησης εφοδιασμένη με ακριβή έλεγχο του χορηγούμενου όγκου.
Η τιτλοποίηση εξατομικεύεται ανάλογα με την επιθυμητή αιμοδυναμική απόκριση κάθε ασθενούς. Ο ρυθμός χορήγησης και η διάρκεια της θεραπείας ρυθμίζονται ανάλογα με την απόκριση του ασθενούς, η οποία προσδιορίζεται από την καρδιακή
συχνότητα, την παρουσία έκτοπης δραστηριότητας, την αρτηριακή πίεση, τη ροή των ούρων και όποτε είναι δυνατό, την κεντρική φλεβική πίεση ή την πνευμονική πίεση ενσφήνωσης και την καρδιακή παροχή.
Όπως και με όλα τα ισχυρά ενδοφλεβίως χορηγούμενα φάρμακα, χρειάζεται προσοχή στον ρυθμό έγχυσης ώστε να αποφεύγεται η κατά λάθος bolus χορήγηση του φαρμάκου.
Τα παρεντερικά φαρμακευτικά προιόντα πρέπει να επιθεωρούνται με το μάτι για τυχόν παρουσία ιζημάτων ή αποχρωματισμού πριν από τη χορήγηση όταν το επιτρέπουν η φύση του διαλύματος και του περιέκτη του (βλ. προφυλάξεις).
Με το διάλυμα 0.50mg/ml (125mg/250ml)
| Ρυθμός έγχυσης Dobutamine: ml/ώρα/ΒΣΒάρος ασθενούς (kg)30 40 50 60 70 80 90 100 110 120 | ||||||||||
| Ρυθμός έγχυσης (mcg/kg/min) | ||||||||||
| 2.5 | 9 | 12 | 15 | 18 | 21 | 24 | 27 | 30 | 33 | 36 |
| 5 | 18 | 24 | 30 | 36 | 42 | 48 | 54 | 60 | 66 | 72 |
| 7.5 | 27 | 36 | 45 | 54 | 63 | 72 | 81 | 90 | 99 | 108 |
| 10 | 36 | 48 | 60 | 72 | 84 | 96 | 108 | 120 | 132 | 144 |
| 12.5 | 45 | 60 | 75 | 90 | 105 | 120 | 135 | 150 | 165 | 180 |
| 15 | 54 | 72 | 90 | 108 | 126 | 144 | 162 | 180 | 198 | 216 |
| 17.5 | 63 | 84 | 105 | 126 | 147 | 168 | 189 | 210 | 231 | 252 |
Με το διάλυμα 1.00mg/ml (250mg/250ml)
| Ρυθμός έγχυσης Dobutamine: ml/ώρα/ΒΣΒάρος ασθενούς (kg)30 40 50 60 70 80 90 100 110 120 | ||||||||||
| Ρυθμός έγχυσης (mcg/kg/min) | ||||||||||
| 2.5 | 4.5 | 6 | 7.5 | 9 | 10.5 | 12 | 13.5 | 15 | 16.5 | 18 |
| 5 | 9 | 12 | 15 | 18 | 21 | 24 | 27 | 30 | 33 | 36 |
| 7.5 | 13.5 | 18 | 22.5 | 27 | 31.5 | 36 | 40.5 | 45 | 49.5 | 54 |
| 10 | 18 | 24 | 30 | 36 | 42 | 48 | 54 | 60 | 66 | 72 |
| 12.5 | 22.5 | 30 | 37.5 | 45 | 52.5 | 60 | 67.5 | 75 | 82.5 | 90 |
| 15 | 27 | 36 | 45 | 54 | 63 | 72 | 81 | 90 | 99 | 108 |
| 17.5 | 31.5 | 42 | 52.5 | 63 | 73.5 | 84 | 94.5 | 105 | 115.5 | 126 |
Με το διάλυμα 2.00mg/ml (500mg/250ml)
| Ρυθμός έγχυσης Dobutamine: ml/ώρα/ΒΣΒάρος ασθενούς (kg)30 40 50 60 70 80 90 100 110 120 | ||||||||||
| Ρυθμός έγχυσης (mcg/kg/min) | ||||||||||
| 2.5 | 2.25 | 3 | 3.75 | 4.5 | 5.25 | 6 | 6.75 | 7.5 | 8.25 | 9 |
| 5 | 4.5 | 6 | 7.5 | 9 | 10.5 | 12 | 13.5 | 15 | 16.5 | 18 |
| 7.5 | 6.75 | 9 | 11.25 | 13.5 | 15.75 | 18 | 20.25 | 22.5 | 24.75 | 27 |
| 10 | 9 | 12 | 15 | 18 | 21 | 24 | 27 | 30 | 33 | 36 |
| 12.5 | 11.25 | 15 | 18.75 | 22.5 | 26.25 | 30 | 33.75 | 37.5 | 41.25 | 45 |
| 15 | 13.5 | 18 | 22.5 | 27 | 31.5 | 36 | 40.5 | 45 | 49.5 | 54 |
| 17.5 | 15.75 | 21 | 26.25 | 31.5 | 36.75 | 42 | 47.25 | 52.5 | 57.75 | 63 |
Η Dobutamine σε διάλυμα δεξτρόζης 5% αντεδείκνυται σε ασθενείς με ιδιοπαθή υπερτροφική υπαορτική στένωση ή με ιστορικό υπερευαισθησίας στη Dobutamine.
Διαλύματα δεξτρόζης χωρίς ηλεκτρολύτες δεν πρέπει να συγχορηγούνται με αίμα μέσω κοινής συσκευής έγχυσης επειδή υπάρχει το ενδεχόμενο ψευδοσυγκόλλησης των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
α. Αύξηση της καρδιακής συχνότητας ή της αρτηριακής πίεσης
Η Dobutamine μπορεί να προκαλέσει σημαντική αύξηση της καρδιακής συχνότητας ή της αρτηριακής πίεσης, ιδίως της συστολικής. Στις κλινικές μελέτες, παρατηρήθηκε αύξηση της καρδιακής συχνότητας κατά 30 παλμούς το λεπτό και άνω στο 10% των ασθενών περίπου και αύξηση της συστολικής πίεσης κατά 50mmHg και άνω στο 7.5% των ασθενών.
Οι ασθενείς με προυπάρχουσα υπέρταση μπορεί να εκδηλώσουν υπερβολική αντίδραση από πλευράς πίεσης. Η μείωση της δοσολογίας αντιστρέφει συνήθως αμέσως τα φαινόμενα αυτά. Επειδή η Dobutamine αυξάνει την κολποκοιλιακή αγωγή, οι ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή μπορεί να αναπτύξουν ταχεία κοιλιακή απόκριση.
β. Έκτοπη δραστηριότητα
Η Dobutamine μπορεί να προκαλέσει ή να επαυξήσει έκτοπη κοιλιακή δραστηριότητα, σπανίως όμως οδηγεί σε κοιλιακή ταχυκαρδία.
γ. Υπερευαισθησία
Σε μερικές περιπτώσεις έχουν αναφερθεί αντιδράσεις ενδεικτικές υπερευαισθησίας μετά τη χορήγηση Dobutamine σε διάλυμα δεξτρόζης 5% όπως π.χ. δερματικό εξάνθημα, πυρετός, ηωσινοφιλία και βρογχοσπασμός.
Τυχόν πρόσθετα φάρμακα δεν πρέπει να χορηγούνται μέσω αυτού του διαλύματος.
δ. Η Dobutamine σε διάλυμα δεξτρόζης 5% περιέχει μεταδιθειώδες νάτριο, ένα θειώδες προιόν που μπορεί να προκαλέσει αντιδράσεις αλλεργικού τύπου συμπεριλαμβανομένων συμπτωμάτων αναφυλαξίας ακόμα και επικίνδυνων για τη ζωή ή λιγότερο σοβαρών επεισοδίων ασθματικού τύπου σε ορισμένα επιρρεπή άτομα. Ο συνολικός επιπολασμός αυαισθησίας στα θειώδη στο γενικό πληθυσμό, είναι άγνωστος και κατά πάσα πιθανότητα μικρός. Η ευαισθησία στα θειώδη παρατηρείται συχνότερα στα ασθματικά άτομα.
ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ
-
Κατά τη χορήγηση Dobutamine, όπως και οποιουδήποτε αδρενεργικού παράγοντα, το ΗΚΓ και η αρτηριακή πίεση πρέπει να είναι υπό συνεχή παρακολούθηση. Επιπλέον πρέπει να ελέγχονται, όποτε είναι δυνατόν, η πνευμονική πίεση ενσφήνωσης και η καρδιακή παροχή προκειμένου να είναι ασφαλέστερη και πιο αποτελεσματική η έγχυση της Dobutamine σε διάλυμα δεξτρόζης 5%.
-
H υποογκαιμία πρέπει να διορθώνεται με τις κατάλληλες διογκωτικές ουσίες πριν από τη θεραπεία με Dobutamine σε διάλυμα δεξτρόζης 5%.
-
Μελέτες σε ζώα δείχνουν ότι η Dobutamine μπορεί να μην έχει αποτέλεσμα σε ασθενείς που έχουν λάβει πρόσφατα ένα β-αναστολέα. Στην περίπτωση αυτή η περιφερική αγγεακή αντίσταση μπορεί να αυξηθεί.
-
Μπορεί να μην επιτευχθεί καμιά βελτίωση αν υπάρχει μεγάλο μηχανικό κώλυμα, όπως μεγάλη στένωση της αορτικής βαλβίδας.
-
Η Dobutamine όπως και άλλοι β-αγωνιστές, μπορεί να προκαλέσει ελαφρή μείωση της καλιαιμίας, σπάνια όμως μέχρι υποκαλιαμία. Ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να χρειασθεί και παρακολούθηση της καλιαιμίας.
-
Υπερβολική χορήγηση διαλυμάτων που δεν περιέχουν κάλιο μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική υποκαλιαιμία.
Η ενδοφλέβια χορήγηση των διαλυμάτων αυτών μπορεί να προκαλέσει υπερφόρτιση με υγρά με αποτέλεσμα την αραίωση των ηλεκτρολυτών του ορού, υπερενυδάτωση, συμφορητικές καταστάσεις ή πνευμονικό οίδημα.
-
Να αποφεύγεται η bolus χορήγηση του φαρμάκου (βλ. Δοσολογία & Χορήγηση). Επιβάλλεται η κλινική αξιολόγηση και οι περιοδικοί εργαστηριακοί προσδιορισμοί για την παρακολούθηση του ισοζυγίου των υγρών, των ηλεκτρολυτών και της οξεοβασικής ισορροπίας κατά την παρατεταμένη παρεντερική θεραπεία ή οποτεδήποτε η κατάσταση του ασθενούς απαιτεί τέτοια αξιολόγηση
-
Τα διαλύματα που περιέχουν δεξτρόζη πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε ασθενείς με γνωστό υποκλινικό ή κλινικό σακχαροδιαβήτη.
-
Η Dobutamine σε διάλυμα δεξτρόζης 5% μπορεί να παρουσιάσει ρόδινο χρώμα το οποίο, όταν υπάρχει, γίνεται εντονότερο με την πάροδο του χρόνου. Ο χρωματισμός αυτός οφείλεται σε ελαφρή οξείδωση του φαρμάκου, που δεν προκαλεί όμως σημαντική απώλεια δραστικότητας κατά τη διάρκεια της χορήγησης του φαρμάκου.
Μη χορηγείται το φάρμακο αν το διάλυμα δεν είναι διαυγές και το δοχείο δεν είναι άθικτο. Απορρίπτεται κάθε αχρησιμοποίητη ποσότητα.
Χρήση μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου: η κλινική πείρα από χορήγηση Dobutamine μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου είναι προς το παρόν ανεπαρκής για την τεκμηρίωση της ασφάλειας του φαρμάκου σε τέτοια χρήση.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι ουσίες που αυξάνουν τη συσταλτικότητα και την καρδιακή συχνότητα μπορεί να αυξήσουν την έκταση του εμφράγματος αυξάνοντας την ισχαιμία, δεν είναι όμως γνωστό αν η Dobutamine έχει παρόμοια επίδραση.
Δεν έχουν σημειωθεί αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα σε κλινικές μελέτες όπου η Dobutamine χορηγήθηκε παράλληλα με άλλα παράγωγα όπως η δακτυλίτιδα, φουροσεμίδη, σπιρονολακτόνη, λιδοκαίνη, νιτρογλυκερίνη, isosorbide dinitrate,μορφίνη, ατροπίνη, ηπαρίνη, προταμίνη, χλωριούχο κάλιο, φυλλικό οξύ και ακεταμινοφένη. Προκαταρτικές μελέτες δείχνουν ότι η σύγχρονη χρήση Dobutamine και νιτροπρωσικού οδηγεί σε υψηλότερη καρδιακή παροχή και συνήθως μικρότερη πνευμονική πίεση ενσφήνωσης από αυτή που επιτελείται με κάθε φάρμακο χωριστά.
Μελέτες αναπαραγωγής της Dobutamine σε επίμυς και κουνέλια δεν έδειξαν βλάβες στο έμβρυο. Το φάρμακο όμως δεν έχει χορηγηθεί σε εγκύους γυναίκες και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται παρά μόνο αν τα αναμενόμενα ωφέλη είναι σαφώς μεγαλύτερα από τους ενδεχόμενους κινδύνους για το έμβρυο.
*Παιδιατρική χρήση: Το φάρμακο δεν προορίζεται για χρήση στα παιδιά.
Αυξημένη καρδιακή συχνότητα, αύξηση αρτηριακής πίεσης και έκτοπη κοιλιακή δραστηριότητα:
Αύξηση της συστολικής πίεσης κατά 10-20mm και αύξηση της καρδιακής συχνότητας κατά 5-15 συστολές το λεπτό παρατηρούνται στους περισσότερους ασθενείς (Βλ. Προειδοποιήσεις) σχετικά με αυξημένες έκτακτες κοιλιακές συστολές κατά την έγχυση. Οι επιδράσεις αυτές είναι δοσοεξαρτώμενες.
Υπόταση: μερικές περιπτώσεις απότομης μείωσης της αρτηριακής πίεσης έχουν περιγραφεί κατά τη χορήγηση Dobutamine. Η ελάττωση της δοσολογίας ή η διακοπή της έγχυσης ακολουθείται από τυπική επάνοδο της αρτηριακής πίεσης στις προθεραπευτικές τιμές. Σε σπάνιες όμως περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί η λήψη μέτρων και η αναστροφή της υπότασης μπορεί να μην είναι άμεση.
Τοπικές αντιδράσεις στα σημία των ενδοφλέβιων εγχύσεων: έχει αναφερθεί φλεβίτις σε μερικές περιπτώσεις. Τοπικές φλεγμονώδεις αλλοιώσεις έχουν περιγραφεί μετά από κατά λάθος διήθηση των ιστών.
Διάφορες ασυνήθεις ενέργειες: οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν αναφερθεί σε 1-3% των ασθενών: ναυτία, πονοκέφαλος, στηθάγχη, άτυπο προκάρδιο άλγος, παλμοί και βραχεία αναπνοή.
Η χορήγηση Dobutamine, όπως και άλλων κατεχολαμινών, μπορεί να προκαλέσει ελαφρή μείωση της στάθμης καλίου ορού, που σπανίως φτάνει σε έκδηλη υποκαλιαιμία (βλ. Προφυλάξεις)
Μακροπρόθεσμη ασφάλεια: εγχύσεις διαρκείας μέχρι και 72 ωρών δεν προκάλεσαν άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες από αυτές που παρατηρούνται με τις συντομότερες εγχύσεις.
Σπάνια έχουν αναφερθεί υπερβάσεις δοσολογίας της Dobutamine. Οι ακόλουθες οδηγίες δίδονται ενδεικτικά για τέτοιες περιπτώσεις:
Σημεία και συμπτώματα: η τοξικότητα της υδροχλωρικής δοβουταμίνης οφείλεται συνήθως σε υπερβολική διέγερση των καρδιακών β-υποδοχέων. Η διάρκεια δράσης της υδροχλ. Δοβουταμίνης είναι συνήθως βραχεία (Τ ½ = 2 λεπτά) επειδή η ουσία μεταβολίζεται γρήγορα από την κατεχολο-0-μεθυλτρανσφεράση. Τα συμπτώματα τοξικότητας μπορεί να συνίσταται σε ανορεξία, ναυτία, εμετούς, τρόμο, άγχος, παλμούς, πονοκέφαλοβραχεία αναπνοή, στηθάγχη και άτυπο προκάρδιο άλγος. Η ινότροπη και χρονότροπη θετική επίδραση της δοβουταμίνης στο μυοκάρδιο μπορεί να προκαλέσει υπέρταση, ταχυαρρυθμία, ισχαιμία του μυοκαρδίου και κοιλιακή μαρμαρυγή. Υπόταση δύναται να είναι αποτέλεσμα της αγγειοδιαστολής.
Αν το προιόν ληφθεί από το στόμα, η απορρόφηση του από το στόμα και τον γαστρεντερικό σωλήνα είναι απρόβλεπτη.
Θεραπεία: κατά την αντιμετώπιση περιπτώσεων υπέρβασης δοσολογίας, να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο υπέρβασης δοσολογίας πολλαπλών φαρμάκων, οι φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις και η άτυπη κινητική φαρμάκων στους ασθενείς.
Τα πρώτα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση υπέρβασης δοσολογίας υδροχλωρικής δοβουταμίνης είναι η διακοπή της χορήγησής της, η εξασφάλιση της αεροφόρου οδού, οξυγόνωσης και αερισμού. Τα μέτρα ανάνηψης εφαρμόζονται αμέσως. Οι βαρειές κοιλιακές ταχυαρρυθμίες μπορούν να αντιμετωπισθούν επιτυχώς με προπρανολόλη ή λιδοκαίνη. Η υπέρταση συνήθως ανταποκρίνετι στην ελάττωση της δοσολογίας ή στην διακοπή της θεραπείας.
Πρέπει να προστατευτεί η αεροφόρος οδός του ασθενούς και να υποστηριχθεί ο αερισμός και η αιμάτωση. Εφόσον χρειάζεται, πρέπει να γίνει στενή παρακολούθηση του ασθενούς και να διατηρηθεί σε αποδεκτά όρια η γενική κατάστασή του, τα αέρια του αίματος, οι ηλεκτρολύτες ορού κλπ. Η απορρόφηση φαρμάκων από τον γαστρεντερικό σωλήνα μπορεί να μειωθεί με τη χορήγηση ενεργού άνθρακα που σε πολλές περιπτώσεις είναι πιο αποτελεσματική από την πρόκληση εμετού ή την πλύση του στομάχου. Πρέπει να προτιμηθεί η χορήγηση ενεργού άνθρακα αντί της
γαστρικής εκκένωσης ή συμπληρωματικά προς αυτήν. Επαναλαμβανόμενες δόσεις ενεργού άνθρακα μπορούν να επισπεύσουν την αποβολή ορισμένων φαρμάκων που έχουν απορροφηθεί. Η αεροφόρος οδός του ασθενούς διασφαλίζεται όταν εφαρμόζεται γαστρική εκκένωση ή χορηγείται άνθρακας.
Η υπερδιούρηση, η περιτοναική κάθαρση, η αιμοκάθαρση ή η παρεντερική χορήγηση ενεργού άνθρακα δεν έχουν αποδειχθεί χρήσιμα μέσα για την αντιμετώπιση υπέρβασης δοσολογίας της υροχλ. δοβουταμίνης.