Αναζητήστε φάρμακα πιο γρήγορα. Δοκιμάστε τον ελεγκτή αλληλεπιδράσεων.
Αναζητήστε φάρμακα πιο γρήγορα. Δοκιμάστε τον ελεγκτή αλληλεπιδράσεων.
Φάρμακα
Φάρμακα

AICISI EY.DRO.SUS 10MG/ML

Πληροφορίες συνταγογράφησης

Λίστα ασφαλίσεων

Το πακέτο δεν περιλαμβάνεται στη λίστα ασφάλισης.

Πληροφορίες έκδοσης

Δεν υπάρχουν δεδομένα.

Περιορισμός συνταγογράφησης

ΜΕ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ
Λίστα αλληλεπιδράσεων
0
1
1
0
Προσθήκη στις αλληλεπιδράσεις

Αλληλεπιδράσεις με

Τρόφιμα
Φυτά
Συμπληρώματα
Συνήθειες

Περιορισμοί χρήσης

Νεφρικό
Ηπατικό
Κύηση
Θηλασμός

Άλλες πληροφορίες

Όνομα φαρμάκου

AICISI EY.DRO.SUS 10MG/ML

Σύνθεση

Δεν υπάρχουν δεδομένα.

Φαρμακευτική μορφή

ΟΦΘΑΛΜΙΚΕΣ ΣΤΑΓΟΝΕΣ, ΕΝΑΙΩΡΗΜΑ

Κάτοχος άδειας κυκλοφορίας (MAH)

OMNIVISION GMBH, GERMANY
Drugs app phone

Χρησιμοποιήστε την εφαρμογή Mediately

Λήψη στοιχείων φαρμάκων πιο γρήγορα.

Σαρώστε με την κάμερα του τηλεφώνου σας.
4.9

Πάνω 36k αξιολογήσεις

Χρησιμοποιήστε την εφαρμογή Mediately

Λήψη στοιχείων φαρμάκων πιο γρήγορα.

Βαθμολογία 4,9 σε αστέρια, πάνω από 20.000 αξιολογήσεις

SmPC - AICISI 10MG/ML

Ενδείξεις

Το Aicisi ενδείκνυται για την ελάττωση της αυξημένης ενδοφθάλμιας πίεσης σε:

  • οφθαλμική υπερτονία

  • γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας

    ως μονοθεραπεία σε ενήλικες ασθενείς οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται σε βήτα αναστολείς ή σε ενήλικες ασθενείς στους οποίους αντενδείκνυνται οι βήτα αναστολείς, ή ως συμπληρωματική θεραπεία μαζί με βήτα αναστολείς ή ανάλογα προσταγλανδίνης (βλ. επίσης παράγραφο 5.1).

Δοσολογία

Δοσολογία

Όταν χρησιμοποιείται ως μονοθεραπεία ή συμπληρωματική θεραπεία, η δοσολογία είναι μία σταγόνα Aicisi στο κόλπωμα του επιπεφυκότα του πάσχοντος οφθαλμού(ών) δύο φορές ημερησίως. Μερικοί ασθενείς μπορεί να έχουν καλύτερη ανταπόκριση με χορήγηση μίας σταγόνας τρεις φορές ημερησίως.

Ειδικοί πληθυσμοί

Ηλικιωμένος πληθυσμός

Δεν απαιτείται προσαρμογή της δόσης σε ηλικιωμένους ασθενείς.

Ηπατική και νεφρική δυσλειτουργία

Η βρινζολαμίδη δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία και επομένως δεν συνιστάται η χορήγησή της σε τέτοιους ασθενείς.

Η βρινζολαμίδη δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης < 30 ml/λεπτό) ή σε ασθενείς με υπερχλωραιμική οξέωση. Εφόσον η βρινζολαμίδη και ο κύριος μεταβολίτης της απεκκρίνονται κυρίως από τους νεφρούς, το Aicisi αντενδείκνυται σε τέτοιους ασθενείς (βλ. επίσης παράγραφο 4.3).

Παιδιατρικός πληθυσμός

Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της βρινζολαμίδης σε βρέφη, παιδιά και εφήβους ηλικίας 0 έως 17 ετών δεν έχουν τεκμηριωθεί. Τα παρόντα διαθέσιμα δεδομένα περιγράφονται στις παραγράφους 4.8 και 5.1. Το Aicisi δεν συνιστάται για χρήση σε βρέφη, παιδιά και εφήβους.

Τρόπος χορήγησης

Για οφθαλμική χρήση.

Συνιστάται η απόφραξη της ρινοδακρυϊκής οδού ή το απαλό κλείσιμο των βλεφάρων μετά την ενστάλαξη. Έτσι μπορεί να ελαττωθεί η συστηματική απορρόφηση των φαρμακευτικών προϊόντων που χορηγούνται μέσω της οφθαλμικής οδού με αποτέλεσμα τη μείωση των συστηματικών ανεπιθύμητων ενεργειών.

Δώστε οδηγίες στον ασθενή να ανακινεί καλά τη φιάλη πριν τη χρήση.

Για να προληφθεί η μόλυνση του σταγονομετρικού ρύγχους και του εναιωρήματος, πρέπει να δίδεται προσοχή ώστε το σταγονομετρικό ρύγχος του περιέκτη πολλαπλών δόσεων να μην αγγίζει τα βλέφαρα, τις παρακείμενες περιοχές ή άλλες επιφάνειες. Δώστε οδηγίες στον ασθενή να κρατά τη φιάλη καλά κλεισμένη όταν δεν τη χρησιμοποιεί.

Όταν υποκαθιστάτε έναν άλλο οφθαλμικό αντιγλαυκωματικό παράγοντα με το Aicisi, διακόψτε τη χορήγηση του άλλου παράγοντα και ξεκινήστε το Aicisi την επόμενη ημέρα.

Εάν χρησιμοποιούνται περισσότερα από ένα τοπικά οφθαλμικά φαρμακευτικά προϊόντα, τα φάρμακα πρέπει να χορηγούνται με διαφορά τουλάχιστον 5 λεπτών το ένα από το άλλο. Οι οφθαλμικές αλοιφές πρέπει να χορηγούνται τελευταίες.

Εάν παραλειφθεί μία δόση, η θεραπεία πρέπει να συνεχιστεί με την επόμενη δόση, όπως είναι προγραμματισμένο. Η δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τη μία σταγόνα στον πάσχοντα οφθαλμό (ή οφθαλμούς) τρεις φορές την ημέρα.

Αντενδείξεις

  • Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1

  • Γνωστή υπερευαισθησία στις σουλφοναμίδες (βλ. επίσης παράγραφο 4.4)

  • Σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία

  • Υπερχλωραιμική οξέωση

Προειδοποιήσεις

Συστηματικές επιδράσεις

Η βρινζολαμίδη είναι ένας αναστολέας της καρβονικής ανυδράσης της σουλφοναμίδης και, παρότι χορηγείται τοπικά, απορροφάται συστηματικά. Οι ίδιοι τύποι ανεπιθύμητων ενεργειών φαρμάκου που αποδίδονται στις σουλφοναμίδες μπορεί να παρουσιαστούν μετά από τοπική χορήγηση, συμπεριλαμβανομένων του συνδρόμου Stevens‑Johnson (SJS) και της τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης (TEN). Κατά τη στιγμή της συνταγογράφησης, οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνονται για τα σημεία και συμπτώματα και να παρακολουθούνται στενά για δερματικές αντιδράσεις. Εάν εμφανιστούν σημεία σοβαρών αντιδράσεων ή υπερευαισθησίας, το Aicisi πρέπει να διακοπεί αμέσως.

Έχουν αναφερθεί οξεο-βασικές διαταραχές με αναστολείς καρβονικής ανυδράσης από το στόμα. Να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με κίνδυνο νεφρικής δυσλειτουργίας λόγω πιθανού κινδύνου μεταβολικής οξέωσης (βλ. παράγραφο 4.2).

Η βρινζολαμίδη δεν έχει μελετηθεί σε πρόωρα βρέφη (διάρκεια κύησης μικρότερης των

36 εβδομάδων) ή σε βρέφη ηλικίας μικρότερης της 1 εβδομάδας. Ασθενείς με σημαντική νεφρική

σωληναριακή ανωριμότητα ή ανωμαλίες πρέπει να λαμβάνουν βρινζολαμίδη μόνο μετά από προσεκτική εκτίμηση της σχέσης κινδύνου-οφέλους λόγω του πιθανού κινδύνου μεταβολικής οξέωσης.

Οι από του στόματος χορηγούμενοι αναστολείς της καρβονικής ανυδράσης μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα για εκτέλεση εργασιών που απαιτούν νοητική εγρήγορση και/ή σωματικό συντονισμό. Η βρινζολαμίδη απορροφάται συστηματικά και, επομένως, αυτό μπορεί να συμβεί με την τοπική χορήγηση.

Συνυπάρχουσα θεραπεία

Υπάρχει πιθανότητα αθροιστικής δράσης επί των γνωστών συστηματικών δράσεων της αναστολής της καρβονικής ανυδράσης σε ασθενείς που λαμβάνουν έναν αναστολέα καρβονικής ανυδράσης από το στόμα και βρινζολαμίδη. Η ταυτόχρονη χορήγηση βρινζολαμίδης και αναστολέων καρβονικής ανυδράσης από το στόμα δεν έχει μελετηθεί και δεν συνιστάται (βλ. επίσης παράγραφο 4.5).

Η βρινζολαμίδη αξιολογήθηκε κυρίως σε ταυτόχρονη χορήγηση με τιμολόλη κατά τη διάρκεια της συμπληρωματικής θεραπείας του γλαυκώματος. Επιπρόσθετα μελετήθηκε η δράση της βρινζολαμίδης στην ελάττωση της ΕΟΠ, ως συμπληρωματική θεραπεία σε ένα ανάλογο της προσταγλανδίνης, την τραβοπρόστη. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για μακροχρόνια χρήση της βρινζολαμίδης ως συμπληρωματική θεραπεία σε τραβοπρόστη (βλ. επίσης παράγραφο 5.1).

Υπάρχει περιορισμένη εμπειρία με τη βρινζολαμίδη στη θεραπεία ασθενών με ψευδοαποφολιδωτικό γλαύκωμα ή μελαγχρωστικό γλαύκωμα. Η θεραπευτική αντιμετώπιση αυτών των ασθενών πρέπει να γίνεται με προσοχή και συνιστάται στενή παρακολούθηση της ενδοφθάλμιας πίεσης (ΕΟΠ). Η βρινζολαμίδη δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς με γλαύκωμα κλειστής γωνίας και δεν συνιστάται η χρήση του στους ασθενείς αυτούς.

Ο πιθανός ρόλος της βρινζολαμίδης επί της λειτουργίας του κερατοειδικού ενδοθηλίου δεν έχει διερευνηθεί σε ασθενείς με προβλήματα κερατειδούς (ιδιαίτερα σε ασθενείς με χαμηλό αριθμό ενδοθηλιακών κυττάρων). Ειδικά ασθενείς που φορούν φακούς επαφής δεν έχουν μελετηθεί και συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση αυτών των ασθενών όταν χρησιμοποιούν βρινζολαμίδη, εφόσον οι αναστολείς καρβονικής ανυδράσης μπορεί να επηρεάσουν την ενυδάτωση του κερατοειδούς και η χρήση φακών επαφής μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο για τον κερατοειδή.

Συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση των ασθενών με προβληματικούς κερατοειδείς όπως σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή δυστροφία του κερατοειδούς.

Το Aicisi δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς που φορούν φακούς επαφής.

Πιθανή αύξηση της ΕΟΠ ως αντίδραση στη διακοπή της θεραπείας με βρινζολαμίδη (rebound) δεν έχει μελετηθεί. Η δράση ελάττωσης της ΕΟΠ αναμένεται να διαρκέσει για 5‑7 ημέρες.

Παιδιατρικός πληθυσμός

Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του Aicisi σε βρέφη, παιδιά και εφήβους ηλικίας

0 έως 17 ετών δεν έχουν τεκμηριωθεί και η χρήση του δεν συνιστάται σε βρέφη, παιδιά ή εφήβους.

Αλληλεπιδράσεις

Λίστα αλληλεπιδράσεων
0
1
1
0
Προσθήκη στις αλληλεπιδράσεις

Δεν έχουν πραγματοποιηθεί ειδικές μελέτες αλληλεπιδράσεων με βρινζολαμίδη και άλλα φαρμακευτικά προϊόντα.

Σε κλινικές μελέτες, η βρινζολαμίδη χρησιμοποιήθηκε ταυτόχρονα με ανάλογα προσταγλανδίνης και οφθαλμικά σκευάσματα τιμολόλης χωρίς ενδείξεις ανεπιθύμητων αλληλεπιδράσεων. Η αλληλεπίδραση μεταξύ της βρινζολαμίδης και μυωτικών ή αδρενεργικών αγωνιστών δεν έχει αξιολογηθεί κατά τη διάρκεια της συμπληρωματικής θεραπείας του γλαυκώματος.

Η βρινζολαμίδη είναι ένας αναστολέας καρβονικής ανυδράσης και, παρότι χορηγείται τοπικά, απορροφάται συστηματικά. Έχουν αναφερθεί οξεο-βασικές διαταραχές με αναστολείς καρβονικής

ανυδράσης από το στόμα. Η πιθανότητα αλληλεπιδράσεων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς που παίρνουν Aicisi.

Τα ισοένζυμα του κυτοχρώματος P‑450 που είναι υπεύθυνα για τον μεταβολισμό της βρινζολαμίδης περιλαμβάνουν τα CYP3A4 (κύριο), CYP2A6, CYP2C8 και CYP2C9. Αναμένεται ότι οι αναστολείς του CYP3A4 όπως κετοκοναζόλη, ιτρακοναζόλη, κλοτριμαζόλη, ριτοναβίρη και τρολεανδομυκίνη θα αναστέλλουν τον μεταβολισμό της βρινζολαμίδης από το CYP3A4. Συνιστάται προσοχή όταν χορηγούνται ταυτόχρονα αναστολείς του CYP3A4. Ωστόσο, δεν είναι πιθανή η συσσώρευση της βρινζολαμίδης εφόσον η κύρια οδός αποβολής είναι η νεφρική. Η βρινζολαμίδη δεν είναι αναστολέας των ισοενζύμων του κυτοχρώματος P‑450.

Κύηση

Κύηση

Δεν υπάρχουν ή είναι περιορισμένα τα κλινικά δεδομένα σχετικά με τη χρήση της οφθαλμικής βρινζολαμίδης σε εγκύους. Μελέτες σε ζώα κατέδειξαν αναπαραγωγική τοξικότητα μετά από συστηματική χορήγηση (βλ. επίσης παράγραφο 5.3).

Το Aicisi δεν συνιστάται κατά τη διάρκεια της κύησης και σε γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία που δεν χρησιμοποιούν αντισύλληψη.

Θηλασμός

Δεν είναι γνωστό εάν η βρινζολαμίδη/οι μεταβολίτες απεκκρίνεται/απεκκρίνονται στο ανθρώπινο γάλα μετά από τοπική οφθαλμική χορήγηση. Μελέτες σε ζώα κατέδειξαν ότι η βρινζολαμίδη απεκκρίνεται σε ελάχιστα επίπεδα στο μητρικό γάλα μετά την από του στόματος χορήγηση.

Ο κίνδυνος στα νεογέννητα/βρέφη δεν μπορεί να αποκλειστεί. Πρέπει να αποφασιστεί εάν θα διακοπεί ο θηλασμός ή θα διακοπεί/αποφευχθεί η θεραπεία με τη βρινζολαμίδη, λαμβάνοντας υπόψη το όφελος του θηλασμού για το παιδί και το όφελος της θεραπείας για την γυναίκα.

Γονιμότητα

Μελέτες σε ζώα με βρινζολαμίδη δεν κατέδειξαν επίδραση στη γονιμότητα. Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες ώστε να εκτιμηθεί η επίδραση της τοπικής οφθαλμικής χορήγησης της βρινζολαμίδης στην ανθρώπινη γονιμότητα.

Οδήγηση

ν

Η βρινζολαμίδη έχει μικρή επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.

Παροδικά θαμπή όραση ή άλλες διαταραχές όρασης μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα οδήγησης ή χειρισμού μηχανημάτων (βλ. επίσης παράγραφο 4.8). Εάν παρουσιαστεί κατά την ενστάλαξη θαμπή όραση, ο ασθενής πρέπει να περιμένει μέχρι να καθαρίσει η όρασή του πριν οδηγήσει ή χειριστεί μηχανήματα.

Χορηγούμενοι από το στόμα αναστολείς της καρβονικής ανυδράσης ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα εκτέλεσης εργασιών που απαιτούν νοητική εγρήγορση και/ή σωματικό συντονισμό (βλ. επίσης παράγραφο 4.4 και παράγραφο 4.8).

Ανεπιθύμητες ενέργειες

Σύνοψη του προφίλ ασφάλειας

Σε κλινικές μελέτες οι οποίες περιελάμβαναν 2.732 ασθενείς που έπαιρναν βρινζολαμίδη ως μονοθεραπεία ή ως συμπληρωματική θεραπεία μαζί με μηλεϊνική τιμολόλη 5 mg/ml, οι πλέον συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες που συσχετίστηκαν με τη θεραπεία ήταν: δυσγευσία (6,0 %) (πικρή ή ασυνήθιστη γεύση, βλέπε περιγραφή παρακάτω) και παροδικά θαμπή όραση (5,4 %) κατά την ενστάλαξη, διάρκειας από λίγα δευτερόλεπτα έως λίγα λεπτά (βλ. επίσης παράγραφο 4.7).

Περίληψη των ανεπιθύμητων ενεργειών σε μορφή πίνακα

Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν αναφερθεί με τη βρινζολαμίδη 10 mg/ml οφθαλμικές σταγόνες, εναιώρημα και ταξινομούνται χρησιμοποιώντας τον εξής κανόνα: πολύ συχνές (≥ 1/10), συχνές (≥ 1/100 έως < 1/10), όχι συχνές (≥ 1/1.000 έως ≤ 1/100), σπάνιες (≥ 1/10.000 έως < 1/1.000), πολύ σπάνιες (< 1/10.000) ή μη γνωστής συχνότητας (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα). Εντός κάθε κατηγορίας συχνότητας εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρατίθενται κατά φθίνουσα σειρά σοβαρότητας. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες ελήφθησαν από κλινικές δοκιμές και αυθόρμητες αναφορές μετά την κυκλοφορία του προϊόντος στην αγορά.

Κατηγορία/Οργανικό σύστημα Προτιμώμενη ορολογία MedDRA
Λοιμώξεις και παρασιτώσεις Όχι συχνές: ρινοφαρυγγίτιδα, φαρυγγίτιδα, παραρρινοκολπίτιδαΜη γνωστής συχνότητας: ρινίτιδα
Διαταραχές του αίματος και του λεμφικού συστήματος Όχι συχνές: αριθμός ερυθροκυττάρων μειωμένος, χλωριούχα αίματος αυξημένα
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος Μη γνωστής συχνότητας: υπερευαισθησία
Μεταβολικές και διατροφικέςδιαταραχές Μη γνωστής συχνότητας: μειωμένη όρεξη
Ψυχιατρικές διαταραχές Όχι συχνές: απάθεια, κατάθλιψη, καταθλιπτική διάθεση, γενετήσια ορμή μειωμένη, εφιάλτες, νευρικότητα Σπάνιες: αϋπνία
Διαταραχές του νευρικού συστήματος Όχι συχνές: κινητική δυσλειτουργία, αμνησία, ζάλη, παραισθησία, κεφαλαλγίαΣπάνιες: επηρεασμένη μνήμη, υπνηλίαΜη γνωστής συχνότητας: τρόμος, υπαισθησία, αγευσία
Διαταραχές του οφθαλμού Συχνές: θαμπή όραση, ερεθισμός του οφθαλμού, πόνος του οφθαλμού, αίσθηση ξένου σώματος στους οφθαλμούς, υπεραιμία του οφθαλμούΌχι συχνές: διάβρωση του κερατοειδούς, κερατίτιδα, στικτή κερατίτιδα, κερατοειδοπάθεια, οφθαλμικές εναποθέσεις, χρώση κερατοειδούς, έλλειμμα του επιθηλίου του κερατοειδούς, διαταραχή του επιθηλίου του κερατοειδούς, βλεφαρίτιδα, κνησμός του οφθαλμού, επιπεφυκίτιδα, οίδημα του οφθαλμού, φλεγμονή των μεϊβομιανών αδένων, θάμβος των οφθαλμών από ισχυρό φώς, φωτοφοβία, ξηροφθαλμία, αλλεργική επιπεφυκίτιδα, πτερύγιο, χρώση του σκληρού, ασθενωπία, δυσφορία του οφθαλμού, μη φυσιολογική αίσθηση στον οφθαλμό, ξηρή κερατοεπιπεφυκίτιδα, κύστη υπό τον επιπεφυκότα, υπεραιμία του επιπεφυκότα, κνησμός βλεφάρων, οφθαλμικό έκκριμα, εφελκίδα του χείλους του βλεφάρου, δακρύρροια αυξημένηΣπάνιες: οίδημα του κερατοειδούς, διπλωπία, οπτική οξύτητα μειωμένη, φωτοψία, υπαισθησία του οφθαλμού, περικογχικό οίδημα, ενδοφθάλμια πίεση αυξημένη, σχέση θηλής/δίσκου οπτικού νεύρου αυξημένηΜη γνωστής συχνότητας: διαταραχή του κερατοειδούς,οπτική διαταραχή, αλλεργία του οφθαλμού, μαδάρωση, διαταραχή του βλεφάρου, ερύθημα βλεφάρου
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου Σπάνιες: εμβοέςΜη γνωστής συχνότητας: ίλιγγος
Καρδιακές διαταραχές Όχι συχνές: καρδιοαναπνευστική δυσχέρεια, βραδυκαρδία, αίσθημα παλμώνΣπάνιες: στηθάγχη, καρδιακός ρυθμός ακανόνιστος
Μη γνωστής συχνότητας: αρρυθμία, ταχυκαρδία, υπέρταση, αρτηριακή πίεση αυξημένη, αρτηριακή πίεση μειωμένη, καρδιακός ρυθμός αυξημένος
Αναπνευστικές, θωρακικές διαταραχές και διαταραχές μεσοθωρακίου Όχι συχνές: δύσπνοια, επίσταξη, πόνος στοματοφάρυγγα, φαρυγγολαρυγγικό άλγος, ερεθισμός του λαιμού, σύνδρομο βήχα του ανώτερου αεραγωγού, ρινόρροια, πταρμός Σπάνιες: βρογχική υπερδραστηριότητα, συμφόρηση ανώτερης αναπνευστικής οδού, συμφόρηση των ιγμορείων,ρινική συμφόρηση, βήχας, ξηρότητα ρινικού βλεννογόνου Μη γνωστής συχνότητας: άσθμα
Γαστρεντερικές διαταραχές Συχνές: δυσγευσίαΌχι συχνές: οισοφαγίτιδα, διάρροια, ναυτία, έμετος, δυσπεψία, άλγος άνω κοιλιακής χώρας, κοιλιακή δυσφορία, δυσφορία του στομάχου, μετεωρισμός, συχνές κενώσεις,γαστρεντερική διαταραχή, υπαισθησία στόματος, στοματική παραισθησία, ξηροστομία
Ηπατοχολικές διαταραχές Μη γνωστής συχνότητας: δοκιμασίες ηπατικής λειτουργίας μη φυσιολογικές
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού Όχι συχνές: εξάνθημα, εξάνθημα κηλιδοβλατιδώδες, τάση δέρματοςΣπάνιες: κνίδωση, αλωπεκία, κνησμός γενικευμένος Μη γνωστής συχνότητας: σύνδρομο Stevens‑Johnson(SJS)/τοξική επιδερμική νεκρόλυση (TEN) (βλ. παράγραφο 4.4), δερματίτιδα, ερύθημα
Διαταραχές του μυοσκελετικούσυστήματος και του συνδετικού ιστού Όχι συχνές: οσφυαλγία, μυϊκοί σπασμοί, μυαλγίαΜη γνωστής συχνότητας: αρθραλγία, πόνος άκρου
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών Όχι συχνές: άλγος νεφρούΜη γνωστής συχνότητας: πολλακιουρία
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού Όχι συχνές: στυτική δυσλειτουργία
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις στη θέση χορήγησης Όχι συχνές: άλγος, θωρακική δυσφορία, κόπωση, αίσθηση μη φυσιολογικήΣπάνιες: θωρακικό άλγος, αίσθηση εκνευρισμού, εξασθένηση, ευερεθιστότηταΜη γνωστής συχνότητας: περιφερικό οίδημα, αίσθημα κακουχίας
Κακώσεις, δηλητηριάσεις και επιπλοκές θεραπευτικών χειρισμών Όχι συχνές: ξένο σώμα στον οφθαλμό

Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων συμβάντων

Η δυσγευσία (πικρή ή ασυνήθιστη γεύση στο στόμα μετά την ενστάλαξη) ήταν η πλέον συχνά αναφερόμενη συστηματική ανεπιθύμητη ενέργεια που συσχετίστηκε με τη χρήση της βρινζολαμίδης κατά τη διάρκεια των κλινικών μελετών. Πιθανόν να προκαλείται από τη δίοδο των οφθαλμικών σταγόνων στον ρινοφάρυγγα μέσω του ρινοδακρυϊκού πόρου. Η απόφραξη της ρινοδακρυϊκής οδού ή το απαλό κλείσιμο του βλεφάρου μετά την ενστάλαξη μπορεί να ελαττώσει τη συχνότητα εμφάνισης αυτής της ενέργειας (βλ. επίσης παράγραφο 4.2).

Η βρινζολαμίδη είναι μια σουλφοναμίδη αναστολέας καρβονικής ανυδράσης με συστηματική απορρόφηση. Δράσεις επί του γαστρεντερικού, του νευρικού συστήματος καθώς και δράσεις αιματολογικές, νεφρικές και μεταβολικές συσχετίζονται γενικά με τους συστηματικούς αναστολείς καρβονικής ανυδράσης. Οι ίδιοι τύποι ανεπιθύμητων ενεργειών που αποδίδονται στους από του στόματος αναστολείς καρβονικής ανυδράσης μπορεί να παρουσιαστούν μετά από τοπική χορήγηση.

Δεν έχουν παρατηρηθεί μη αναμενόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες με τη βρινζολαμίδη όταν χρησιμοποιείται ως συμπληρωματική θεραπεία σε τραβοπρόστη. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που διαπιστώθηκαν με τη συμπληρωματική θεραπεία έχουν παρατηρηθεί με κάθε δραστική ουσία ξεχωριστά.

Παιδιατρικός πληθυσμός

Σε βραχέος διαστήματος περιορισμένες κλινικές δοκιμές, περίπου το 12,5 % των παιδιατρικών ασθενών παρατηρήθηκε ότι παρουσίασαν ανεπιθύμητες ενέργειες, η πλειονότητα των οποίων ήταν τοπικές, μη σοβαρές οφθαλμικές ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως υπεραιμία του επιπεφυκότα, ερεθισμός του οφθαλμού, οφθαλμικό έκκριμα και δακρύρροια αυξημένη (βλ. επίσης παράγραφο 5.1).

Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών

Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω:

Ελλάδα

Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων Μεσογείων 284

GR-15562 Χολαργός, Αθήνα Τηλ: + 30 21 32040337

Ιστότοπος: http://www.eof.gr

http://www.kitrinikarta.gr

Υπερβολική δόση

Δεν αναφέρθηκε καμία περίπτωση υπερδοσολογίας.

Η θεραπεία πρέπει να είναι συμπτωματική και υποστηρικτική. Μπορεί να παρουσιαστεί ηλεκτρολυτική διαταραχή, ανάπτυξη οξέωσης και πιθανόν δράσεις από το νευρικό σύστημα. Τα επίπεδα ηλεκτρολυτών (ιδιαίτερα του καλίου) στον ορό του αίματος καθώς και τα επίπεδα pH του αίματος, πρέπει να παρακολουθούνται.

Φαρμακολογικές ιδιότητες - AICISI 10MG/ML

Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες

Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αντιγλαυκωματικά σκευάσματα και μυωτικά, αναστολείς καρβονικής ανυδράσης, κωδικός ATC: S01EC04

Μηχανισμός δράσης

Η καρβονική ανυδράση (CA) είναι ένα ένζυμο που βρίσκεται σε πολλούς ιστούς του σώματος συμπεριλαμβανομένου του οφθαλμού. Η καρβονική ανυδράση καταλύει την αμφίδρομη αντίδραση που περιλαμβάνει την ενυδάτωση του διοξειδίου του άνθρακα και την αφυδάτωση του ανθρακικού οξέος.

Η αναστολή της καρβονικής ανυδράσης στις ακτινωτές προβολές του οφθαλμού ελαττώνει την έκκριση υδατοειδούς υγρού, προφανώς επιβραδύνοντας τον σχηματισμό διττανθρακικών ιόντων με επακόλουθη μείωση μεταφοράς νατρίου και υγρών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται η ενδοφθάλμια πίεση (ΕΟΠ), η οποία είναι κύριος παράγων κινδύνου στην παθογένεση της βλάβης του οπτικού νεύρου και της απώλειας οπτικών πεδίων στο γλαύκωμα. Η βρινζολαμίδη είναι ένα αναστολέας της καρβονικής ανυδράσης ΙΙ (CA‑ΙΙ), το σημαντικότερο ισοένζυμο στον οφθαλμό με in vitro IC50 3,2 nM και Ki 0,13 nM έναντι της CA‑ΙΙ.

Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια

Μελετήθηκε η δράση της βρινζολαμίδης στην ελάττωση της ΕΟΠ ως συμπληρωματική θεραπεία σε ένα ανάλογο προσταγλανδίνης, την τραβοπρόστη. Μετά από 4 εβδομάδες εισαγωγική περίοδο σε τραβοπρόστη, ασθενείς με ΕΟΠ ≥ 19 mmHg έλαβαν, με τυχαία κατανομή, πρόσθετη θεραπεία με βρινζολαμίδη ή τιμολόλη. Παρατηρήθηκε μια επιπρόσθετη μείωση της μέσης ημερήσιας ΕΟΠ των

3,2 έως 3,4 mmHg για την ομάδα της βρινζολαμίδης και των 3,2 έως 4,2 mmHg για την ομάδα της τιμολόλης. Συνολικά υπήρξε μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης μη σοβαρών οφθαλμικών ανεπιθύμητων ενεργειών, που σχετίζονταν κυρίως με σημεία τοπικού ερεθισμού, στην ομάδα βρινζολαμίδης/τραβοπρόστης. Τα συμβάντα ήταν ήπια και δεν επηρέασαν τα συνολικά ποσοστά διακοπής στις μελέτες (βλ. επίσης παράγραφο 4.8).

Σε 32 παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας μικρότερης των 6 ετών που διαγνώστηκαν με γλαύκωμα ή οφθαλμική υπέρταση, πραγματοποιήθηκε μια κλινική δοκιμή με βρινζολαμίδη. Μερικοί ασθενείς δεν είχαν ξαναπάρει θεραπεία για την ΕΟΠ ενώ άλλοι έπαιρναν άλλο(α) φαρμακευτικό(ά) προϊόν(τα) για την ελάττωση της ΕΟΠ. Δεν ζητήθηκε από τους ασθενείς που έπαιρναν προηγούμενο(α) φαρμακευτικό(ά) προϊόν(τα) για την ελάττωση της ΕΟΠ να διακόψουν το(τα) φαρμακευτικό(ά) προϊόν(τα) τους μέχρι την έναρξη της μονοθεραπείας με βρινζολαμίδη.

Η αποτελεσματικότητα της βρινζολαμίδης μεταξύ των ασθενών οι οποίοι δεν είχαν ξαναπάρει θεραπεία για την ΕΟΠ (10 ασθενείς) ήταν παρόμοια με αυτή που είχε παρατηρηθεί προηγουμένως σε ενήλικες, με μέση ελάττωση της ΕΟΠ από τη βασική γραμμή που κυμαινόταν μέχρι 5 mmHg. Μεταξύ των ασθενών που ήταν σε τοπική αγωγή με φαρμακευτικό(ά) προϊόν(τα) ελάττωσης της ΕΟΠ (22 ασθενείς), η μέση ΕΟΠ αυξήθηκε ελαφρώς από τη βασική γραμμή στην ομάδα της βρινζολαμίδης.

Φαρμακοκινητικές ιδιότητες

Μετά από τοπική οφθαλμική χορήγηση, η βρινζολαμίδη απορροφάται στη συστηματική κυκλοφορία. Λόγω της υψηλής χημικής συγγένειάς της με την CA‑II, η βρινζολαμίδη κατανέμεται εκτεταμένα στα ερυθρά αιμοσφαίρια και εμφανίζει μεγάλο χρόνο ημιζωής στο ολικό αίμα (μέση τιμή περίπου

24 εβδομάδες). Στον άνθρωπο σχηματίζεται ο μεταβολίτης N‑δεσαιθυλ‑βρινζολαμίδη, ο οποίος συνδέεται επίσης με την CA και συσσωρεύεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια. Ο μεταβολίτης αυτός παρουσία της βρινζολαμίδης συνδέεται κυρίως με την CA‑I. Οι συγκεντρώσεις της βρινζολαμίδης και της N‑δεσαιθυλ‑βρινζολαμίδης στο πλάσμα είναι χαμηλές και γενικά κάτω από τα όρια της μεθόδου ποσοτικού προσδιορισμού (< 7,5 ng/ml).

Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος δεν είναι εκτεταμένη (περίπου 60 %). Η βρινζολαμίδη αποβάλλεται κυρίως με νεφρική απέκκριση (περίπου κατά 60 %). Περίπου το 20 % της δόσης απαντάται στα ούρα ως μεταβολίτης. Η βρινζολαμίδη και η N‑δεσαιθυλ‑βρινζολαμίδη είναι τα κύρια συστατικά που ανευρίσκονται στα ούρα μαζί με ίχνη (< 1 %) των N‑δεσμεθοξυπροπυλ‑ και O‑δεσμεθυλ‑ μεταβολιτών.

Σε μια φαρμακοκινητική μελέτη χορηγήθηκαν καψάκια βρινζολαμίδης του 1 mg από το στόμα δύο φορές ημερησίως για έως 32 εβδομάδες σε υγιείς εθελοντές και μετρήθηκε η δραστικότητα της CA των ερυθρών αιμοσφαιρίων προκειμένου να αξιολογηθεί ο βαθμός της συστηματικής αναστολής της CA.

Ο κορεσμός της CA‑II των ερυθρών αιμοσφαιρίων με βρινζολαμίδη επετεύχθη εντός 4 εβδομάδων (συγκεντρώσεις στα ερυθρά αιμοσφαίρια περίπου 20 μΜ). Η N‑δεσαιθυλ‑βρινζολαμίδη συσσωρεύθηκε στα ερυθρά αιμοσφαίρια μέχρι την κατάσταση σταθερού ισοζυγίου, εντός

20‑28 εβδομάδων, φθάνοντας σε συγκεντρώσεις που κυμαίνονταν από 6‑30 μΜ. Η αναστολή της δράσης της συνολικής CA των ερυθρών αιμοσφαιρίων, σε σταθεροποιημένη κατάσταση ήταν περίπου70‑75 %.

Σε άτομα με μέτρια νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης 30‑60 ml/λεπτό) χορηγήθηκε από το στόμα 1 mg βρινζολαμίδης δύο φορές ημερησίως για έως 54 εβδομάδες. Η συγκέντρωση της βρινζολαμίδης στα ερυθρά αιμοσφαίρια κυμαινόταν από περίπου 20 έως 40 μΜ έως την 4η εβδομάδα θεραπείας. Σε σταθεροποιημένη κατάσταση, οι συγκεντρώσεις της βρινζολαμίδης και του μεταβολίτη της στα ερυθρά αιμοσφαίρια κυμαίνονταν από 22,0 έως 46,1 και 17,1 έως 88,6 μΜ, αντίστοιχα.

Οι συγκεντρώσεις της N‑δεσαιθυλ‑βρινζολαμίδης στα ερυθρά αιμοσφαίρια αυξήθηκαν και η δραστικότητα της συνολικής CA των ερυθρών αιμοσφαιρίων ελαττώθηκε ελαττουμένης της κάθαρσης κρεατινίνης, αλλά οι συγκεντρώσεις της βρινζολαμίδης στα ερυθρά αιμοσφαίρια και η

δραστικότητα της CA‑II παρέμεινε αμετάβλητη. Σε άτομα με τον μέγιστο βαθμό νεφρικής δυσλειτουργίας, η αναστολή της δραστικότητας της συνολικής CA ήταν μεγαλύτερη παρότι ήταν κατώτερη του 90 % σε σταθεροποιημένη κατάσταση.

Σε μια μελέτη τοπικής οφθαλμικής χορήγησης, σε σταθεροποιημένη κατάσταση, οι συγκεντρώσεις της βρινζολαμίδης των ερυθρών αιμοσφαιρίων ήταν παρόμοιες με αυτές που βρέθηκαν στη μελέτη με την από του στόματος χορήγηση, αλλά τα επίπεδα της N‑δεσαιθυλ‑βρινζολαμίδης ήταν χαμηλότερα. Η δραστικότητα της καρβονικής ανυδράσης ήταν περίπου στο 40‑70 % των επιπέδων που σημειώθηκαν πριν τη χορήγηση.

Συνδέσεις web

Συσκευασία και τιμή

BT X 1 X 5ML BOTTLE
Τιμή
-
Συμμετοχή
-

Λίστα ασφαλίσεων

Το φάρμακο δεν περιλαμβάνεται στον ασφαλιστικό κατάλογο.
BT X 1 X 9ML BOTTLE
Τιμή
-
Συμμετοχή
-

Λίστα ασφαλίσεων

Το φάρμακο δεν περιλαμβάνεται στον ασφαλιστικό κατάλογο.
BT X 2 X 9ML BOTTLE
Τιμή
-
Συμμετοχή
-

Λίστα ασφαλίσεων

Το φάρμακο δεν περιλαμβάνεται στον ασφαλιστικό κατάλογο.

Πηγές

Εναλλάξ.

Drugs app phone

Χρησιμοποιήστε την εφαρμογή Mediately

Λήψη στοιχείων φαρμάκων πιο γρήγορα.

Σαρώστε με την κάμερα του τηλεφώνου σας.
4.9

Πάνω 36k αξιολογήσεις

Χρησιμοποιήστε την εφαρμογή Mediately

Λήψη στοιχείων φαρμάκων πιο γρήγορα.

4.9

Πάνω 36k αξιολογήσεις

Λήψη