ALVOFER C/S.SOL.IN 100MG/5ML
Πληροφορίες συνταγογράφησης
Λίστα ασφαλίσεων
Πληροφορίες έκδοσης
Περιορισμός συνταγογράφησης
Αλληλεπιδράσεις με
Άλλες πληροφορίες
Όνομα φαρμάκου
Σύνθεση
Φαρμακευτική μορφή
Κάτοχος άδειας κυκλοφορίας (MAH)

Χρησιμοποιήστε την εφαρμογή Mediately
Λήψη στοιχείων φαρμάκων πιο γρήγορα.
Πάνω 36k αξιολογήσεις
SmPC - ALVOFER 100MG/5ML
Το ALVOFER ενδείκνυται για τη θεραπεία της ανεπάρκειας σιδήρου στις ακόλουθες ενδείξεις:
-
Όταν είναι κλινικά αναγκαία η ταχεία παροχή σιδήρου,
-
Σε ασθενείς με δυσανεξία στην από του στόματος χορηγούμενη σιδηροθεραπεία ή μη συμμορφούμενους με αυτήν,
-
Σε ενεργό φλεγμονώδη νόσο του εντέρου όπου τα χορηγούμενα από του στόματος σκευάσματα σιδήρου είναι αναποτελεσματικά,
-
Σε χρόνια νεφρική νόσο κατά την οποία τα χορηγούμενα από του στόματος σκευάσματα σιδήρου είναι λιγότερο αποτελεσματικά.
Η διάγνωση της ανεπάρκειας σιδήρου πρέπει να βασίζεται σε κατάλληλες εργαστηριακές εξετάσεις (π.χ. αιμοσφαιρίνη, φερριτίνη ορού, TSAT, σίδηρος ορού, κλπ.).
(Hb: αιμοσφαιρίνη, TSAT: κορεσμός τρανσφερρίνης)
και τρόπος χορηγήσεως
Παρακολουθείτε προσεκτικά τους ασθενείς για σημεία και συμπτώματα αντιδράσεων υπερευαισθησίας κατά τη διάρκεια και μετά από κάθε χορήγηση του Alvofer.
Το Alvofer πρέπει να χορηγείται μόνο όταν υπάρχει άμεσα διαθέσιμο προσωπικό εκπαιδευμένο στην αξιολόγηση και διαχείριση αναφυλακτικών αντιδράσεων, σε περιβάλλον όπου είναι διασφαλισμένη η ύπαρξη πλήρους εξοπλισμού ανάνηψης. Ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται για ανεπιθύμητες ενέργειες για τουλάχιστον 30 λεπτά μετά από κάθε χορήγηση του Alvofer (βλ. παράγραφο 4.4).
Δοσολογία
Η αθροιστική δόση του Alvofer πρέπει να υπολογίζεται για κάθε ασθενή εξατομικευμένα και δεν πρέπει να υπερβαίνεται.
Υπολογισμός δοσολογίας
Η συνολική αθροιστική δόση του Alvofer, που αντιστοιχεί στο συνολικό έλλειμμα σιδήρου (mg), καθορίζεται βάσει του επιπέδου αιμοσφαιρίνης (Hb) και του σωματικού βάρους (BW). Η δόση του Alvofer πρέπει να υπολογίζεται εξατομικευμένα για κάθε ασθενή, σύμφωνα με το συνολικό έλλειμμα σιδήρου που υπολογίζεται με τον παρακάτω τύπο Ganzoni, για παράδειγμα:
Συνολικό έλλειμμα σιδήρου [mg]= BW [kg] x (στοχευόμενη τιμή Hb – πραγματική τιμή Hb) [g/d1] x 2,4* + αποθηκευμένος σίδηρος [mg]
-
Για BW κάτω από 35 kg: Στοχευόμενη τιμή Hb = 13 g/dl και αποθηκευμένος σίδηρος = 15 mg/kg BW
-
Για BW 35 kg και άνω: Στοχευόμενη τιμή Hb = 15 g/dl και αποθηκευμένος σίδηρος = 500 mg
*Συντελεστής 2,4 = 0,0034 x 0,07 x 1000 x 10 (περιεκτικότητα αιμοσφαιρίνης σε σίδηρο
=0,34%, όγκος αίματος=7% του σωματικού βάρους, συντελεστής 1000 = μετατροπή g σε mg)
Συνολική απαιτούμενη ποσότητα Alvofer [ml] =LVVOALKό έAAELµa LLoήpOV [mg]
20mg/ml
Συνολική ποσότητα Alvofer (ml) προς χορήγηση σύμφωνα με το σωματικό βάρος, το πραγματικό επίπεδο Hb και το στοχευόμενο επίπεδο Hb*:
Δοσολογικός πίνακας υπολογισμού της συνολικής ποσότητας ALVOFER σε ml
| Σωματικό βάρος [kg] | Συνολική ποσότητα ALVOFER που απαιτείται: | |||
| Hb 6,0 g/dl | Hb 7,5 g/dl | Hb 9,0 g/dl | Hb 10,5 g/dl | |
| 30 | 47,5 ml | 42,5 ml | 37,5 ml | 32,5 ml |
| 35 | 62,5 ml | 57,5 ml | 50 ml | 45 ml |
| 40 | 67,5 ml | 60 ml | 55 ml | 47,5 ml |
| 45 | 75 ml | 65 ml | 57,5 ml | 50 ml |
| 50 | 80 ml | 70 ml | 60 ml | 52,5 ml |
| 55 | 85 ml | 75 ml | 65 ml | 55 ml |
| 60 | 90 ml | 80 ml | 67,5 ml | 57,5 ml |
| 65 | 95 ml | 82,5 ml | 72,5 ml | 60 ml |
| 70 | 100 ml | 87,5 ml | 75 ml | 62,5 ml |
| 75 | 105 ml | 92,5 ml | 80 ml | 65 ml |
| 80 | 112,5 ml | 97,5 ml | 82,5 ml | 67,5 ml |
| 85 | 117,5 ml | 102,5 ml | 85 ml | 70 ml |
| 90 | 122,5 ml | 107,5 ml | 90 ml | 72,5 ml |
* Για BW κάτω από 35 kg: Στοχευόμενη τιμή Hb = 13 g/dl Για BW 35 kg και άνω: Στοχευόμενη τιμή Hb = 15 g/dl
Για να μετατρέψετε την Hb (mM) σε Hb (g/d1), πολλαπλασιάστε το πρώτο με 1,6.
Αν η συνολική αναγκαία δόση υπερβαίνει τη μέγιστη επιτρεπόμενη εφάπαξ δόση, τότε η χορήγηση πρέπει να διαιρείται.
Δοσολογία Ενήλικες
5–10 ml Alvofer (100–200 mg σιδήρου) 1 έως 3 φορές την εβδομάδα. Για τον χρόνο χορήγησης και το κλάσμα αραίωσης, βλ. παράγραφο «Τρόπος χορήγησης».
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η χρήση του Alvofer δεν έχει μελετηθεί επαρκώς στα παιδιά και συνεπώς το Alvofer δεν συνιστάται για χρήση στα παιδιά.
Τρόπος χορήγησης
Το Alvofer πρέπει να χορηγείται μόνο μέσω της ενδοφλέβιας οδού. Η χορήγηση μπορεί να γίνει με αργή ενδοφλέβια ένεση, με στάγδην ενδοφλέβια έγχυση ή απευθείας στη φλεβική γραμμή του μηχανήματος αιμοκάθαρσης.
Ενδοφλέβια στάγδην έγχυση
Το Alvofer πρέπει να αραιώνεται μόνο με στείρο διάλυμα 0.9% m/V χλωριούχου νατρίου.
Η αραίωση πρέπει να γίνεται αμέσως πριν την έγχυση και η χορήγηση του διαλύματος πρέπει να γίνεται ως εξής:
| Δόση Alvofer (mg σιδήρου) | Δόση Alvofer (ml Alvofer) | Μέγιστος όγκος αραίωσης στείρου διαλύματος NaCl 0,9% m/V. | Ελάχιστος ΧρόνοςΈγχυσης |
| 50 mg | 2,5 ml | 50 ml | 8 λεπτά |
| 100 mg | 5 ml | 100 ml | 15 λεπτά |
| 200 mg | 10 ml | 200 ml | 30 λεπτά |
Για λόγους σταθερότητας, διαλύματα Alvofer χαμηλότερων συγκεντρώσεων δεν είναι επιτρεπτά.
Ενδοφλέβια ένεση
Το Alvofer μπορεί να χορηγηθεί με βραδεία ενδοφλέβια ένεση σε ρυθμό 1 ml μη αραιωμένου διαλύματος ανά λεπτό και με μέγιστη ποσότητα ανά ένεση τα 10 ml Alvofer (200 mg σιδήρου).
Ένεση στη φλεβική γραμμή του μηχανήματος αιμοκάθαρσης
Το Alvofer μπορεί να χορηγηθεί κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας αιμοκάθαρσης απευθείας στο φλεβικό σκέλος της συσκευής αιμοκάθαρσης υπό τις ίδιες συνθήκες με εκείνες της ενδοφλέβιας έγχυσης.
Η χρήση του Alvofer αντενδείκνυται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
-
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία, στο Alvofer ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχά του που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1,
-
Γνωστή σοβαρή υπερευαισθησία σε άλλα παρεντερικά σκευάσματα σιδήρου,
-
Αναιμία που δεν προκαλείται από ανεπάρκεια σιδήρου,
-
Ενδείξεις υπερσιδήρωσης ή κληρονομικές διαταραχές στη χρήση του σιδήρου.
Τα παρεντερικώς χορηγούμενα παρασκευάσματα σιδήρου ενδέχεται να προκαλέσουν αντιδράσεις υπερευαισθησίας συμπεριλαμβανομένων σοβαρών και δυνητικά θανατηφόρων αναφυλακτικών/ αναφυλακτοειδών αντιδράσεων. Αντιδράσεις υπερευαισθησίας έχουν επίσης αναφερθεί μετά από δόσεις συμπλόκων παρεντερικού σιδήρου, συμπεριλαμβανομένου του σακχαρούχου σιδήρου, που δεν είχαν προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες στο παρελθόν. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις αντιδράσεων υπερευαισθησίας οι οποίες εξελίχθηκαν σε σύνδρομο Κούνης (οξύς αλλεργικός σπασμός των στεφανιαίων αρτηριών που μπορεί να προκαλέσει έμφραγμα του μυοκαρδίου, βλ. παράγραφο 4.3.
Ο κίνδυνος αντιδράσεων υπερευαισθησίας είναι αυξημένος για ασθενείς με γνωστές αλλεργίες, συμπεριλαμβανομένων αλλεργιών σε φάρμακα, καθώς και για ασθενείς με ιστορικό σοβαρού άσθματος, εκζέματος ή άλλης ατοπικής αλλεργίας.
Υπάρχει επίσης αυξημένος κίνδυνος αντιδράσεων υπερευαισθησίας σε σύμπλοκα παρεντερικού σιδήρου σε ασθενείς με ανοσολογικές ή φλεγμονώδεις νόσους (π.χ. συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, ρευματοειδής αρθρίτιδα).
Το Alvofer πρέπει να χορηγείται μόνο όταν υπάρχει άμεσα διαθέσιμο προσωπικό εκπαιδευμένο στην αξιολόγηση και διαχείριση αναφυλακτικών αντιδράσεων, σε περιβάλλον όπου είναι διασφαλισμένη η ύπαρξη πλήρους εξοπλισμού ανάνηψης. Κάθε ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται για ανεπιθύμητες ενέργειες για τουλάχιστον 30 λεπτά μετά από κάθε ένεση με Alvofer. Εάν εμφανιστούν αντιδράσεις υπερευαισθησίας ή σημεία δυσανεξίας κατά τη διάρκεια της χορήγησης, η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται αμέσως. Θα πρέπει να υπάρχει διαθέσιμος εξοπλισμός για καρδιοαναπνευστική ανάνηψη και για την αντιμετώπιση οξειών αναφυλακτικών/αναφυλακτοειδών αντιδράσεων, συμπεριλαμβανομένου ενέσιμου διαλύματος αδρεναλίνης 1:1000. Επιπρόσθετη αγωγή με αντιισταμινικά ή/και κορτικοστεροειδή θα πρέπει να χορηγηθεί αναλόγως των αναγκών.
Σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία, ο παρεντερικώς χορηγούμενος σίδηρος θα πρέπει να χορηγείται μόνο κατόπιν προσεκτικής αξιολόγησης κινδύνου/ οφέλους. Η παρεντερική χορήγηση σιδήρου θα πρέπει να αποφεύγεται σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία στους οποίους η υπερφόρτωση σιδήρου αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις Όψιμης Δερματικής Πορφυρίας. Συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση των επιπέδων σιδήρου για την αποφυγή υπερσιδήρωσης.
Ο παρεντερικώς χορηγούμενος σίδηρος πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή στην περίπτωση οξείας ή χρόνιας λοίμωξης. Συνιστάται η διακοπή της χορήγησης του Alvofer σε ασθενείς με βακτηριαιμία. Σε ασθενείς με χρόνια λοίμωξη πρέπει να διενεργηθεί αξιολόγηση κινδύνου/ οφέλους.
Η περιφλεβική εξαγγείωση πρέπει να αποφεύγεται δεδομένου ότι η διαρροή του Alvofer στην περιοχή της ένεσης μπορεί να προκαλέσει πόνο, φλεγμονή, και καστανό αποχρωματισμό του δέρματος.
με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπιδράσεως
Όπως συμβαίνει με όλα τα παρεντερικά σκευάσματα σιδήρου, το Alvofer δεν πρέπει να χορηγείται συγχρόνως με σκευάσματα σιδήρου από το στόμα, δεδομένου ότι ελαττώνεται η απορρόφηση του από του στόματος χορηγουμένου σιδήρου. Ως εκ τούτου, η σιδηροθεραπεία από το στόμα δεν πρέπει να αρχίζει πριν παρέλθουν τουλάχιστον 5 ημέρες από την τελευταία ένεση Alvofer.
Εγκυμοσύνη
Δεν διατίθενται δεδομένα από τη χρήση σακχαρούχου σιδήρου στις έγκυες γυναίκες κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Τα δεδομένα (303 εκβάσεις εγκυμοσύνης) από τη χρήση του Alvofer σε έγκυες γυναίκες κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης δεν κατέδειξαν ζητήματα ασφάλειας για τη μητέρα ή το νεογνό. Απαιτείται προσεκτική αξιολόγηση της σχέσης κινδύνου/οφέλους πριν από τη χρήση κατά τη διάρκεια της κύησης και το Alvofer δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της κύησης εκτός και εάν είναι απολύτως απαραίτητο (βλ. παράγραφο 4.4).
Η αναιμία λόγω ανεπάρκειας σιδήρου που εμφανίζεται κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να αντιμετωπιστεί με από του στόματος σίδηρο. Η θεραπεία με Alvofer θα πρέπει να περιορίζεται στο δεύτερο και στο τρίτο τρίμηνο εφόσον κρίνεται ότι το όφελος υπερτερεί του δυνητικού κινδύνου τόσο για τη μητέρα όσο και για το έμβρυο.
Μετά τη χορήγηση παρεντερικών σκευασμάτων σιδήρου, μπορεί να προκύψει εμβρυϊκή βραδυκαρδία.
Συνήθως είναι παροδική και αποτελεί συνέπεια αντίδρασης υπερευαισθησίας της μητέρας. Το αγέννητο βρέφος θα πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά κατά την ενδοφλέβια χορήγηση παρεντερικών σκευασμάτων σιδήρου σε εγκύους.
Μελέτες σε ζώα δεν κατέδειξαν άμεσες ή έμμεσες επιβλαβείς επιδράσεις σε σχέση με αναπαραγωγική τοξικότητα (βλέπε παράγραφο 5.3).
Θηλασμός
Υπάρχουν περιορισμένες πληροφορίες σχετικά με την απέκκριση του σιδήρου στο ανθρώπινο γάλα μετά τη χορήγηση ενδοφλέβιου σακχαρούχου σιδήρου. Σε μία κλινική μελέτη, 10 υγιείς θηλάζουσες μητέρες με ανεπάρκεια σιδήρου έλαβαν 100 mg σιδήρου υπό τη μορφή σακχαρούχου σιδήρου. Τέσσερις ημέρες μετά τη θεραπεία, η περιεκτικότητα του σιδήρου στο μητρικό γάλα δεν αυξήθηκε και δεν υπήρχε καμία διαφορά από την ομάδα ελέγχου (n=5). Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο έκθεσης των νεογνών/βρεφών σε σίδηρο που προέρχεται από το Alvofer μέσω του μητρικού γάλακτος και επομένως, πρέπει να αξιολογείται η σχέση κινδύνου/οφέλους.
Τα προκλινικά δεδομένα δεν υποδεικνύουν άμεσες ή έμμεσες επιβλαβείς επιδράσεις στο θηλάζον βρέφος. Σε θηλάζοντες αρουραίους υπό θεραπεία με επισημασμένο 59Fe σακχαρούχο σίδηρο, παρατηρήθηκε μικρή απέκκριση σιδήρου στο γάλα και μεταφορά του σιδήρου στους απογόνους. Ο μη μεταβολισμένος σακχαρούχος σίδηρος είναι απίθανο να διέλθει στο μητρικό γάλα.
Γονιμότητα
Δεν παρατηρήθηκαν επιδράσεις της θεραπείας με σακχαρούχο σίδηρο στη γονιμότητα και στο ζευγάρωμα των αρουραίων.
-
Επιδράσεις στην ικανότητα οδηγήσεως και χειρισμού μηχανημάτων
Σε περίπτωση συμπτωμάτων ιλίγγου, σύγχυσης ή ζάλης κατόπιν χορήγησης του Alvofer οι ασθενείς δεν πρέπει να οδηγήσουν ή να χειριστούν μηχανές μέχρι να παύσουν τα συμπτώματα.
Η ανεπιθύμητη ενέργεια που αναφέρθηκε πιο συχνά σε κλινικές μελέτες ήταν η δυσγευσία, που παρατηρήθηκε με συχνότητα 4,5 συμβάντων ανά 100 ασθενείς. Οι πιο σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίστηκαν με το σακχαρούχο σίδηρο είναι αντιδράσεις υπερευαισθησίας, που παρατηρήθηκαν με συχνότητα 0,25 συμβάντων ανά 100 ασθενείς σε κλινικές μελέτες. Αναφυλακτοειδείς/αναφυλακτικές αντιδράσεις έχουν αναφερθεί αποκλειστικά μετά την κυκλοφορία του προϊόντος στην αγορά (εκτιμώμενη συχνότητα σπάνια). Έχουν αναφερθεί θάνατοι. Βλέπε παράγραφο 4.4.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν μετά τη χορήγηση σε 4.064 ασθενείς σε κλινικές μελέτες, καθώς και εκείνες που αναφέρθηκαν μετά την κυκλοφορία του προϊόντος στην αγορά αναφέρονται στον πίνακα παρακάτω.
| Κατηγορία/ οργανικό σύστημα | Συχνές (≥1/100, <1/10) | Όχι συχνές (≥1/1.000,<1/100) | Σπάνιες (≥1/10.000,<1/1.000) | Μη γνωστή συχνότητα1 |
| Διαταραχές τουανοσοποιητικού συστήματος | Υπερευαισθησία | Αναφυλακτοειδείς/αναφυλακτικές αντιδράσεις, αγγειοοίδημα | ||
| Διαταραχές του νευρικού συστήματος | Δυσγευσία | Κεφαλαλγία, ζάλη, παραισθησία, υπαισθησία | Συγκοπή, υπνηλία | Επηρεασμένο επίπεδο συνείδησης, συγχυτική κατάσταση, απώλειασυνείδησης, άγχος, τρόμος |
| Καρδιακές διαταραχές | Αίσθημα παλμών | Βραδυκαρδία, ταχυκαρδία, Σύνδρομο Κούνης |
| Αγγειακές διαταραχές | Υπόταση, υπέρταση | Έξαψη, φλεβίτιδα | Κυκλοφορική κατέρρειψη, θρομβοφλεβίτιδα | |
| Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και τουμεσοθωράκιου | Δύσπνοια | Βρογχόσπασμος | ||
| Διαταραχές τωννεφρών και των ουροφόρων οδών | Χρωματουρία | |||
| Διαταραχές του γαστρεντερικoύ | Ναυτία | Έμετος, κοιλιακό άλγος,διάρροια, δυσκοιλιότητα | ||
| Διαταραχές τουδέρματος και του υποδόριου ιστού | Κνησμός, εξάνθημα | Κνίδωση, ερύθημα | ||
| Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος καιτου συνδετικού ιστού | Μυϊκοί σπασμοί, μυαλγία, αρθραλγία, άλγος στα άκρα, οσφυαλγία | |||
| Γενικές διαταραχές και καταστάσεις τηςοδού χορήγησης | Αντιδράσεις της θέσηςένεσης/έγχυσης2 | Ρίγη, εξασθένιση, κόπωση, περιφερικό οίδημα, άλγος | Θωρακικό άλγος,υπεριδρωσία, πυρεξία | Κρύος ιδρώτας, αίσθημα κακουχίας, ωχρότητα, γριππώδης συνδρομή3 |
| Παρακλινικές εξετάσεις | Αμινοτρανσφεράση της αλανίνης αυξημένη, ασπαρτική αμινοτρανσφεράση αυξημένη, γ-γλουταμυλτρανσφεράση αυξημένη, φερριτίνη ορού αυξημένη | Γαλακτική αφυδρογονάση αίματος αυξημένη |
1Αυθόρμητες αναφορές μετά την κυκλοφορία του προϊόντος στην αγορά, εκτιμώμενη συχνότητα σπάνια
2 Οι συνηθέστερα αναφερόμενες είναι: άλγος, εξαγγείωση, ερεθισμός, αντίδραση, αποχρωματισμός, αιμάτωμα και κνησμός της θέσης ένεσης/έγχυσης.
3 Η έναρξη μπορεί να κυμαίνεται από μερικές ώρες έως αρκετές ημέρες.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους- κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς που αναγράφεται παρακάτω.
Ελλάδα
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων, Μεσογείων 284 GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040337
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
http://www.kitrinikarta.gr/
Φαρμακολογικές ιδιότητες - ALVOFER 100MG/5ML
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Φάρμακα κατά της αναιμίας, σίδηρος, παρεντερικά σκευάσματα, κωδικός ATC: B03AC
Μηχανισμός δράσης
Ο σακχαρούχος σίδηρος, το δραστικό συστατικό του Alvofer, αποτελείται από έναν πολυπυρηνικό πυρήνα υδροξειδίου του τρισθενούς σιδήρου που περιβάλλεται από έναν μεγάλο αριθμό μη ομοιοπολικά συνδεδεμένων μορίων σακχαρόζης. Το σύμπλοκο έχει µέσο µοριακό βάρος κατά βάρος (Mw) περίπου 43 kDa. Ο πυρήνας πολυπυρηνικού σιδήρου έχει δομή παρόμοια με εκείνη του πυρήνα της φυσιολογικής πρωτεΐνης αποθήκευσης του σιδήρου, της φερριτίνης. Το σύμπλοκο είναι σχεδιασμένο να παρέχει, με ελεγχόμενο τρόπο, χρησιμοποιήσιμο σίδηρο για τις πρωτεΐνες μεταφοράς και αποθήκευσης σιδήρου στον οργανισμό (δηλαδή, την τρανσφερρίνη και τη φερριτίνη αντίστοιχα).
Μετά την ενδοφλέβια χορήγηση, ο πυρήνας πολυπυρηνικού σιδήρου του συμπλόκου απορροφάται κατά κύριο λόγο από το δικτυοενδοθηλιακό σύστημα στο ήπαρ, τον σπλήνα και τον μυελό των οστών. Σε δεύτερη φάση, ο σίδηρος χρησιμοποιείται για τη σύνθεση της Hb, της μυοσφαιρίνης και άλλων σιδηρούχων ενζύμων, ή αποθηκεύεται κυρίως στο ήπαρ με τη μορφή φερριτίνης.
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
Χρόνια νεφρική νόσος
Η μελέτη LU98001 ήταν μια μελέτη ενός σκέλους για τη διερεύνηση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας 100 mg σιδήρου με τη μορφή του σακχαρούχου σίδηρου για έως και 10 συνεδρίες επί 3–4 εβδομάδες σε αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς με αναιμία λόγω ανεπάρκειας σιδήρου (Hb >8 και <11,0 g/dl, TSAT <20% και φερριτίνη ορού ≤300 μg/l) που λάμβαναν θεραπεία με rHuEPO (ανασυνδυασμένη ανθρώπινη ερυθροποιητίνη). Σε 60/77 ασθενείς επιτεύχθηκε τιμή Hb ≥11 g/dl. Η μέση αύξηση στη φερριτίνη ορού και στο TSAT (κορεσμός τρανσφερρίνης) ήταν σημαντική από την έναρξη έως το τέλος της θεραπείας (Ημέρα 24) καθώς και έως την επίσκεψη παρακολούθησης στις 2 και στις 5 εβδομάδες.
Η μελέτη 1VEN03027 ήταν μια τυχαιοποιημένη μελέτη για τη σύγκριση του σακχαρούχου σιδήρου (1000 mg σε κατανεμημένες δόσεις επί 14 ημέρες) και του από του στόματος θειικού σιδήρου (325 mg 3 φορές ημερησίως για 56 ημέρες) σε ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο μη εξαρτώμενη από αιμοκάθαρση (Hb ≤11,0 g/dl, φερριτίνη ορού ≤300 μg/l και TSAT ≤25%) με ή χωρίς rHuEPO. Κλινική ανταπόκριση (οριζόμενη ως αύξηση στην Hb ≥1,0 g/dl και αύξηση της φερριτίνης ορού ≥160 μg/l) παρατηρήθηκε συχνότερα σε ασθενείς που έλαβαν σακχαρούχο σίδηρο (31/79, 39,2%) σε σύγκριση με τον από του στόματος σίδηρο (1/82, 1,2%), p<0,0001.
Φλεγμονώδης νόσος του εντέρου
Μια τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη μελέτη συνέκρινε το σακχαρούχο σίδηρο (ενδοφλέβια δόση 200 mg σιδήρου μία φορά την εβδομάδα ή κάθε δεύτερη εβδομάδα, έως την επίτευξη συσσωρευτικής δόσης) με τον από του στόματος σίδηρο (200 mg σιδήρου δύο φορές ημερησίως επί 20 εβδομάδες) σε ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου και αναιμία (Hb <11,5 g/dl). Στο τέλος της θεραπείας, το 66% των ασθενών στην ομάδα του σακχαρούχου σιδήρου είχε αύξηση στην Hb ≥2,0 g/dl σε σύγκριση με το 47% στην ομάδα του από του στόματος σιδήρου (p=0,07).
Μετά τον τοκετό
Μια τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη δοκιμή σε γυναίκες με αναιμία λόγω ανεπάρκειας σιδήρου μετά τον τοκετό (Hb <9 g/dl και φερριτίνη ορού <15 μg/l στις 24–48 ώρες μετά τον τοκετό) συνέκρινε 2 × 200 mg σιδήρου χορηγούμενου με τη μορφή του σακχαρούχου σιδήρου τις Ημέρες 2 και 4 (n=22) και 200 mg από του στόματος σιδήρου χορηγούμενου με τη μορφή θειικού σιδήρου δύο φορές ημερησίως επί 6 εβδομάδες (n=21). Η μέση
αύξηση στην Hb από την έναρξη έως την Ημέρα 5 ήταν 2,5 g/dl στην ομάδα του σακχαρούχου σιδήρου και 0,7 g/dl στην ομάδα του από του στόματος σιδήρου (p<0,01).
Εγκυμοσύνη
Σε μια τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη μελέτη, γυναίκες στο τρίτο τρίμηνο της κύησης με αναιμία λόγω ανεπάρκειας σιδήρου (Hb 8 έως 10,5 g/dl και φερριτίνη ορού <13 µg/l) τυχαιοποιήθηκαν στο σακχαρούχο σίδηρο (υπολογιζόμενη σε ατομικό επίπεδο συνολική δόση σιδήρου χορηγούμενη σε διάστημα 5 ημερών) ή σε από του στόματος σύμπλοκο σιδήρου με πολυμαλτόζη (100 mg 3 φορές ημερησίως έως τον τοκετό). Η αύξηση στην Hb από την έναρξη ήταν σημαντικά μεγαλύτερη στην ομάδα του σακχαρούχου σιδήρου σε σύγκριση με την ομάδα του από του στόματος σιδήρου την Ημέρα 28 και στον τοκετό (p<0,01).
Κατανομή
Η σιδηροκινητική του σημασμένου με 52Fe και 59Fe σακχαρούχου σιδήρου αξιολογήθηκε σε 6 ασθενείς με αναιμία και χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. Στις πρώτες 6-8 ώρες, το 52Fe απορροφήθηκε από το ήπαρ, τον σπλήνα και τον μυελό των οστών. Η πρόσληψη του ραδιενεργού υλικού από τον πλούσιο σε μακροφάγα σπλήνα θεωρείται ότι αντικατοπτρίζει την πρόσληψη του σιδήρου από το δικτυοενδοθηλιακό σύστημα.
Μετά από ενδοφλέβια ένεση σε υγιείς εθελοντές μιας εφάπαξ δόσης σακχαρούχου σιδήρου περιέχουσας 100 mg σιδήρου, επιτεύχθηκαν μέγιστες συνολικές συγκεντρώσεις σιδήρου ορού 10 λεπτά μετά την ένεση και η μέση συγκέντρωση ήταν 538 µmol/l. Ο όγκος κατανομής του κεντρικού διαμερίσματος εμφάνισε καλή αντιστοιχία προς τον όγκο του πλάσματος (3 λίτρα κατά προσέγγιση).
Βιομετασχηματισμός
Μετά την ένεση, η σακχαρόζη διασπάται σε μεγάλο βαθμό και ο πυρήνας πολυπυρηνικού σιδήρου απορροφάται κατά κύριο λόγο από το δικτυοενδοθηλιακό σύστημα του ήπατος, του σπλήνα και του μυελού των οστών. Στις 4 εβδομάδες μετά τη χορήγηση, η χρησιμοποίηση του σιδήρου από τα ερυθρά αιμοσφαίρια κυμάνθηκε από 59 έως 97%.
Αποβολή
Το σύμπλοκο σακχαρούχου σιδήρου έχει µέσο µοριακό βάρος κατά βάρος (Mw) περίπου 43 kDa, το οποίο είναι αρκετά μεγάλο ώστε να εμποδίζει την αποβολή από τους νεφρούς. Η αποβολή του σιδήρου από τους νεφρούς, που συνέβη κατά τις πρώτες 4 ώρες μετά την ένεση μιας δόσης σακχαρούχου σιδήρου περιέχουσας 100 mg σιδήρου, αντιστοιχούσε σε λιγότερο από το 5% της δόσης. Μετά από 24 ώρες, η συνολική συγκέντρωση σιδήρου ορού ελαττώθηκε στο προ της ενέσεως επίπεδο. Η αποβολή της σακχαρόζης από τους νεφρούς ήταν περίπου στο 75% της χορηγηθείσας δόσης.